헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πημαίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πημαίνω

형태분석: πημαίν (어간) + ω (인칭어미)

어원: from ph=ma

  1. 괴롭히다, 힘껏 찔러 죽이다, 돌이키다, 슬프다, 고생시키다, 고통을 주다, 성가시게 하다, 전복시키다, 포위하다, 걱정시키다
  1. to bring into misery, plunge into ruin, undo, to grieve, distress, to damage, to do mischief, to suffer hurt or harm, wilt suffer woe

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πημαίνω

(나는) 괴롭힌다

πημαίνεις

(너는) 괴롭힌다

πημαίνει

(그는) 괴롭힌다

쌍수 πημαίνετον

(너희 둘은) 괴롭힌다

πημαίνετον

(그 둘은) 괴롭힌다

복수 πημαίνομεν

(우리는) 괴롭힌다

πημαίνετε

(너희는) 괴롭힌다

πημαίνουσιν*

(그들은) 괴롭힌다

접속법단수 πημαίνω

(나는) 괴롭히자

πημαίνῃς

(너는) 괴롭히자

πημαίνῃ

(그는) 괴롭히자

쌍수 πημαίνητον

(너희 둘은) 괴롭히자

πημαίνητον

(그 둘은) 괴롭히자

복수 πημαίνωμεν

(우리는) 괴롭히자

πημαίνητε

(너희는) 괴롭히자

πημαίνωσιν*

(그들은) 괴롭히자

기원법단수 πημαίνοιμι

(나는) 괴롭히기를 (바라다)

πημαίνοις

(너는) 괴롭히기를 (바라다)

πημαίνοι

(그는) 괴롭히기를 (바라다)

쌍수 πημαίνοιτον

(너희 둘은) 괴롭히기를 (바라다)

πημαινοίτην

(그 둘은) 괴롭히기를 (바라다)

복수 πημαίνοιμεν

(우리는) 괴롭히기를 (바라다)

πημαίνοιτε

(너희는) 괴롭히기를 (바라다)

πημαίνοιεν

(그들은) 괴롭히기를 (바라다)

명령법단수 πήμαινε

(너는) 괴롭혀라

πημαινέτω

(그는) 괴롭혀라

쌍수 πημαίνετον

(너희 둘은) 괴롭혀라

πημαινέτων

(그 둘은) 괴롭혀라

복수 πημαίνετε

(너희는) 괴롭혀라

πημαινόντων, πημαινέτωσαν

(그들은) 괴롭혀라

부정사 πημαίνειν

괴롭히는 것

분사 남성여성중성
πημαινων

πημαινοντος

πημαινουσα

πημαινουσης

πημαινον

πημαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πημαίνομαι

(나는) 괴롭는다

πημαίνει, πημαίνῃ

(너는) 괴롭는다

πημαίνεται

(그는) 괴롭는다

쌍수 πημαίνεσθον

(너희 둘은) 괴롭는다

πημαίνεσθον

(그 둘은) 괴롭는다

복수 πημαινόμεθα

(우리는) 괴롭는다

πημαίνεσθε

(너희는) 괴롭는다

πημαίνονται

(그들은) 괴롭는다

접속법단수 πημαίνωμαι

(나는) 괴롭자

πημαίνῃ

(너는) 괴롭자

πημαίνηται

(그는) 괴롭자

쌍수 πημαίνησθον

(너희 둘은) 괴롭자

πημαίνησθον

(그 둘은) 괴롭자

복수 πημαινώμεθα

(우리는) 괴롭자

πημαίνησθε

(너희는) 괴롭자

πημαίνωνται

(그들은) 괴롭자

기원법단수 πημαινοίμην

(나는) 괴롭기를 (바라다)

πημαίνοιο

(너는) 괴롭기를 (바라다)

πημαίνοιτο

(그는) 괴롭기를 (바라다)

쌍수 πημαίνοισθον

(너희 둘은) 괴롭기를 (바라다)

πημαινοίσθην

(그 둘은) 괴롭기를 (바라다)

복수 πημαινοίμεθα

(우리는) 괴롭기를 (바라다)

πημαίνοισθε

(너희는) 괴롭기를 (바라다)

πημαίνοιντο

(그들은) 괴롭기를 (바라다)

명령법단수 πημαίνου

(너는) 괴로워라

πημαινέσθω

(그는) 괴로워라

쌍수 πημαίνεσθον

(너희 둘은) 괴로워라

πημαινέσθων

(그 둘은) 괴로워라

복수 πημαίνεσθε

(너희는) 괴로워라

πημαινέσθων, πημαινέσθωσαν

(그들은) 괴로워라

부정사 πημαίνεσθαι

괴롭는 것

분사 남성여성중성
πημαινομενος

πημαινομενου

πημαινομενη

πημαινομενης

πημαινομενον

πημαινομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπήμαινον

(나는) 괴롭히고 있었다

ἐπήμαινες

(너는) 괴롭히고 있었다

ἐπήμαινεν*

(그는) 괴롭히고 있었다

쌍수 ἐπημαίνετον

(너희 둘은) 괴롭히고 있었다

ἐπημαινέτην

(그 둘은) 괴롭히고 있었다

복수 ἐπημαίνομεν

(우리는) 괴롭히고 있었다

ἐπημαίνετε

(너희는) 괴롭히고 있었다

ἐπήμαινον

(그들은) 괴롭히고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπημαινόμην

(나는) 괴롭고 있었다

ἐπημαίνου

(너는) 괴롭고 있었다

ἐπημαίνετο

(그는) 괴롭고 있었다

쌍수 ἐπημαίνεσθον

(너희 둘은) 괴롭고 있었다

ἐπημαινέσθην

(그 둘은) 괴롭고 있었다

복수 ἐπημαινόμεθα

(우리는) 괴롭고 있었다

ἐπημαίνεσθε

(너희는) 괴롭고 있었다

ἐπημαίνοντο

(그들은) 괴롭고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • νῦν δ’ ἐν κακοῖσ μοι πλεῖν ὑφειμένῃ δοκεῖ, καὶ μὴ δοκεῖν μὲν δρᾶν τι, πημαίνειν δὲ μή· (Sophocles, episode 2:23)

    (소포클레스, episode 2:23)

  • πημαίνειν οὐ πάντασ ἐπίσταμαι, ἀλλὰ κακούργουσ· (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 124 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 124 1:1)

  • Οὐ χρὴ πημαίνειν ὅτε μὴ πημαντέον εἰή, οὐδ’ ἑρ́δειν ὅτι μὴ λώϊον ᾖ τελέσαι. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 1386-1389395)

    (작자 미상, 비가, , 1386-1389395)

  • παρερχόμενόσ με φυλάσσευ πημαίνειν· (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 7062)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 7062)

  • ἔχει δὲ ἡ γῆ καὶ νάματα θερμῶν ὑδάτων ἐν πολλοῖσ εὑρημένα χωρίοισ, λουτρὰ παρασχεῖν ἥδιστα καὶ νόσουσ ἰάσασθαι χρονίουσ ἄριστα, καὶ μέταλλα παντοδαπὰ καὶ θηρίων ἄγρασ ἀφθόνουσ καὶ θαλάττησ φύσιν πολύγονον ἄλλα τε μυρία, τὰ μὲν εὔχρηστα, τὰ δὲ θαυμάσια, πάντων δὲ κάλλιστον, ἀέρα κεκραμένον ταῖσ ὡρ́αισ συμμέτρωσ, οἱο͂ν ἥκιστα πημαίνειν κρυμῶν ὑπερβολαῖσ ἢ θάλπεσιν ἐξαισίοισ καρπῶν τε γένεσιν καὶ ζῴων φύσιν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 37 7:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 37 7:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION