Ancient Greek-English Dictionary Language

πημαίνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πημαίνω

Structure: πημαίν (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from ph=ma

Sense

  1. to bring into misery, plunge into ruin, undo, to grieve, distress, to damage, to do mischief, to suffer hurt or harm, wilt suffer woe

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πημαίνω πημαίνεις πημαίνει
Dual πημαίνετον πημαίνετον
Plural πημαίνομεν πημαίνετε πημαίνουσιν*
SubjunctiveSingular πημαίνω πημαίνῃς πημαίνῃ
Dual πημαίνητον πημαίνητον
Plural πημαίνωμεν πημαίνητε πημαίνωσιν*
OptativeSingular πημαίνοιμι πημαίνοις πημαίνοι
Dual πημαίνοιτον πημαινοίτην
Plural πημαίνοιμεν πημαίνοιτε πημαίνοιεν
ImperativeSingular πήμαινε πημαινέτω
Dual πημαίνετον πημαινέτων
Plural πημαίνετε πημαινόντων, πημαινέτωσαν
Infinitive πημαίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
πημαινων πημαινοντος πημαινουσα πημαινουσης πημαινον πημαινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πημαίνομαι πημαίνει, πημαίνῃ πημαίνεται
Dual πημαίνεσθον πημαίνεσθον
Plural πημαινόμεθα πημαίνεσθε πημαίνονται
SubjunctiveSingular πημαίνωμαι πημαίνῃ πημαίνηται
Dual πημαίνησθον πημαίνησθον
Plural πημαινώμεθα πημαίνησθε πημαίνωνται
OptativeSingular πημαινοίμην πημαίνοιο πημαίνοιτο
Dual πημαίνοισθον πημαινοίσθην
Plural πημαινοίμεθα πημαίνοισθε πημαίνοιντο
ImperativeSingular πημαίνου πημαινέσθω
Dual πημαίνεσθον πημαινέσθων
Plural πημαίνεσθε πημαινέσθων, πημαινέσθωσαν
Infinitive πημαίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
πημαινομενος πημαινομενου πημαινομενη πημαινομενης πημαινομενον πημαινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION