Ancient Greek-English Dictionary Language

περιστεφής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: περιστεφής περιστεφές

Structure: περιστεφη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ste/fw

Sense

  1. wreathed, crowned, with a crown
  2. twining, encircling

Examples

  • Βρόμιον ἔνθα τέκετο μά‐ τηρ Διὸσ γάμοισι, κισσὸσ ὃν περιστεφὴσ ἕλικοσ εὐθὺσ ἔτι βρέφοσ χλοηφόροισιν ἔρνεσιν κατασκίοισιν ὀλβίσασ ἐνώτισεν, Βάκχιον χόρευμα παρθένοισι Θηβαί̈αισι καὶ γυναιξὶν εὐίοισ. (Euripides, Phoenissae, choral, strophe 12)
  • ἔστι δ’ ἡ χώρα τὰ μὲν ἄλλα περιστεφὴσ ὄρεσιν αὐλὼν δ’ ἀναπέπταται πρὸσ τὴν θάλατταν, ἔνθα τὰ ἕλη καταδίδωσι τοῦ ποταμοῦ περιχεομένου, καὶ θῖνασ ἄμμου βαθείασ ἔχει, καὶ τελευτᾷ πρὸσ αἰγιαλὸν κυματώδη καὶ δύσορμον. (Plutarch, Fabius Maximus, chapter 6 2:1)

Synonyms

  1. wreathed

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION