Ancient Greek-English Dictionary Language

περισκυλακισμός

Second declension Noun; Masculine Transliteration:

Principal Part: περισκυλακισμός περισκυλακισμοῦ

Structure: περισκυλακισμ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: sku/lac

Sense

  1. a sacrifice in which a puppy was sacrificed and carried about

Examples

  • καὶ γὰρ Ἕλληνεσ ἔν τε τοῖσ καθαρσίοισ σκύλακασ ἐκφέρουσι καὶ πολλαχοῦ χρῶνται τοῖσ λεγομένοισ περισκυλακισμοῖσ· (Plutarch, chapter 21 8:1)
  • καὶ τῇ Ἑκάτῃ σκυλάκια μετὰ τῶν ἄλλων καθαρσίων ἐκφέρουσι καὶ περιμάττουσι σκυλακίοισ τοὺσ ἁγνισμοῦ δεομένουσ, περισκυλακισμὸν τὸ τοιοῦτον γένοσ τοῦ καθαρμοῦ καλοῦντεσ. (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 68 1:1)
  • γε μέχρι νῦν ἔνιοι σφαγίῳ πρὸσ τοὺσ καθαρμούσ καὶ τῇ Ἑκάτῃ σκυλάκια μετὰ τῶν ἄλλων καθαρσίων ἐκφέρουσι καὶ περιμάττουσι σκυλακίοισ τοὺσ ἁγνισμοῦ δεομένουσ, περισκυλακισμὸν τὸ τοιοῦτο γένοσ τοῦ καθαρμοῦ καλοῦντεσ· (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 68 3:1)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION