Ancient Greek-English Dictionary Language

περίσημος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: περίσημος περίσημη περίσημον

Structure: περισημ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: sh=ma

Sense

  1. very famous, notable

Examples

  • Τότε δ’ οὖν ὀκτωκαιδεκάτου τῆσ Ἡρώδου βασιλείασ γεγονότοσ ἐνιαυτοῦ μετὰ τὰσ προειρημένασ πράξεισ ἔργον οὐ τὸ τυχὸν ἐπεβάλετο, τὸν νεὼν τοῦ θεοῦ δι’ αὐτοῦ κατασκευάσασθαι μείζω τε τὸν περίβολον καὶ πρὸσ ὕψοσ ἀξιοπρεπέστερον ἐγείρειν, ἡγούμενοσ ἁπάντων αὐτῷ τῶν πεπραγμένων περισημότερον, ὥσπερ ἦν, ἐκτελεσθήσεσθαι τοῦτο καὶ πρὸσ αἰώνιον μνήμην ἀρκέσειν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 15 452:1)

Synonyms

  1. very famous

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION