헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιπετάννυμι

-νυμι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιπετάννυμι περιπετάσω περιπέπταμαι

형태분석: περιπετάννυ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 벌리다, 펴다, 쓸다, 깔다, 뿌리다
  1. to spread or stretch around, to spread, out, is spread round

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιπετάννυμι

(나는) 벌린다

περιπέταννυς

(너는) 벌린다

περιπετάννυσιν*

(그는) 벌린다

쌍수 περιπετάννυτον

(너희 둘은) 벌린다

περιπετάννυτον

(그 둘은) 벌린다

복수 περιπετάννυμεν

(우리는) 벌린다

περιπετάννυτε

(너희는) 벌린다

περιπεταννύᾱσιν*

(그들은) 벌린다

접속법단수 περιπεταννύω

(나는) 벌리자

περιπεταννύῃς

(너는) 벌리자

περιπεταννύῃ

(그는) 벌리자

쌍수 περιπεταννύητον

(너희 둘은) 벌리자

περιπεταννύητον

(그 둘은) 벌리자

복수 περιπεταννύωμεν

(우리는) 벌리자

περιπεταννύητε

(너희는) 벌리자

περιπεταννύωσιν*

(그들은) 벌리자

기원법단수 περιπεταννύοιμι

(나는) 벌리기를 (바라다)

περιπεταννύοις

(너는) 벌리기를 (바라다)

περιπεταννύοι

(그는) 벌리기를 (바라다)

쌍수 περιπεταννύοιτον

(너희 둘은) 벌리기를 (바라다)

περιπεταννυοίτην

(그 둘은) 벌리기를 (바라다)

복수 περιπεταννύοιμεν

(우리는) 벌리기를 (바라다)

περιπεταννύοιτε

(너희는) 벌리기를 (바라다)

περιπεταννύοιεν

(그들은) 벌리기를 (바라다)

명령법단수 περιπέταννυ

(너는) 벌려라

περιπεταννύτω

(그는) 벌려라

쌍수 περιπετάννυτον

(너희 둘은) 벌려라

περιπεταννύτων

(그 둘은) 벌려라

복수 περιπετάννυτε

(너희는) 벌려라

περιπεταννύντων

(그들은) 벌려라

부정사 περιπεταννύναι

벌리는 것

분사 남성여성중성
περιπεταννῡς

περιπεταννυντος

περιπεταννῡσα

περιπεταννῡσης

περιπεταννυν

περιπεταννυντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιπετάννυμαι

(나는) 벌려진다

περιπετάννυσαι

(너는) 벌려진다

περιπετάννυται

(그는) 벌려진다

쌍수 περιπετάννυσθον

(너희 둘은) 벌려진다

περιπετάννυσθον

(그 둘은) 벌려진다

복수 περιπεταννύμεθα

(우리는) 벌려진다

περιπετάννυσθε

(너희는) 벌려진다

περιπετάννυνται

(그들은) 벌려진다

접속법단수 περιπεταννύωμαι

(나는) 벌려지자

περιπεταννύῃ

(너는) 벌려지자

περιπεταννύηται

(그는) 벌려지자

쌍수 περιπεταννύησθον

(너희 둘은) 벌려지자

περιπεταννύησθον

(그 둘은) 벌려지자

복수 περιπεταννυώμεθα

(우리는) 벌려지자

περιπεταννύησθε

(너희는) 벌려지자

περιπεταννύωνται

(그들은) 벌려지자

기원법단수 περιπεταννυοίμην

(나는) 벌려지기를 (바라다)

περιπεταννύοιο

(너는) 벌려지기를 (바라다)

περιπεταννύοιτο

(그는) 벌려지기를 (바라다)

쌍수 περιπεταννύοισθον

(너희 둘은) 벌려지기를 (바라다)

περιπεταννυοίσθην

(그 둘은) 벌려지기를 (바라다)

복수 περιπεταννυοίμεθα

(우리는) 벌려지기를 (바라다)

περιπεταννύοισθε

(너희는) 벌려지기를 (바라다)

περιπεταννύοιντο

(그들은) 벌려지기를 (바라다)

명령법단수 περιπετάννυσο

(너는) 벌려져라

περιπεταννύσθω

(그는) 벌려져라

쌍수 περιπετάννυσθον

(너희 둘은) 벌려져라

περιπεταννύσθων

(그 둘은) 벌려져라

복수 περιπετάννυσθε

(너희는) 벌려져라

περιπεταννύσθων

(그들은) 벌려져라

부정사 περιπετάννυσθαι

벌려지는 것

분사 남성여성중성
περιπεταννυμενος

περιπεταννυμενου

περιπεταννυμενη

περιπεταννυμενης

περιπεταννυμενον

περιπεταννυμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιπετάσω

(나는) 벌리겠다

περιπετάσεις

(너는) 벌리겠다

περιπετάσει

(그는) 벌리겠다

쌍수 περιπετάσετον

(너희 둘은) 벌리겠다

περιπετάσετον

(그 둘은) 벌리겠다

복수 περιπετάσομεν

(우리는) 벌리겠다

περιπετάσετε

(너희는) 벌리겠다

περιπετάσουσιν*

(그들은) 벌리겠다

기원법단수 περιπετάσοιμι

(나는) 벌리겠기를 (바라다)

περιπετάσοις

(너는) 벌리겠기를 (바라다)

περιπετάσοι

(그는) 벌리겠기를 (바라다)

쌍수 περιπετάσοιτον

(너희 둘은) 벌리겠기를 (바라다)

περιπετασοίτην

(그 둘은) 벌리겠기를 (바라다)

복수 περιπετάσοιμεν

(우리는) 벌리겠기를 (바라다)

περιπετάσοιτε

(너희는) 벌리겠기를 (바라다)

περιπετάσοιεν

(그들은) 벌리겠기를 (바라다)

부정사 περιπετάσειν

벌릴 것

분사 남성여성중성
περιπετασων

περιπετασοντος

περιπετασουσα

περιπετασουσης

περιπετασον

περιπετασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιπετάσομαι

(나는) 벌려지겠다

περιπετάσει, περιπετάσῃ

(너는) 벌려지겠다

περιπετάσεται

(그는) 벌려지겠다

쌍수 περιπετάσεσθον

(너희 둘은) 벌려지겠다

περιπετάσεσθον

(그 둘은) 벌려지겠다

복수 περιπετασόμεθα

(우리는) 벌려지겠다

περιπετάσεσθε

(너희는) 벌려지겠다

περιπετάσονται

(그들은) 벌려지겠다

기원법단수 περιπετασοίμην

(나는) 벌려지겠기를 (바라다)

περιπετάσοιο

(너는) 벌려지겠기를 (바라다)

περιπετάσοιτο

(그는) 벌려지겠기를 (바라다)

쌍수 περιπετάσοισθον

(너희 둘은) 벌려지겠기를 (바라다)

περιπετασοίσθην

(그 둘은) 벌려지겠기를 (바라다)

복수 περιπετασοίμεθα

(우리는) 벌려지겠기를 (바라다)

περιπετάσοισθε

(너희는) 벌려지겠기를 (바라다)

περιπετάσοιντο

(그들은) 벌려지겠기를 (바라다)

부정사 περιπετάσεσθαι

벌려질 것

분사 남성여성중성
περιπετασομενος

περιπετασομενου

περιπετασομενη

περιπετασομενης

περιπετασομενον

περιπετασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεριπέταννυν

(나는) 벌리고 있었다

ἐπεριπέταννυς

(너는) 벌리고 있었다

ἐπεριπέταννυν*

(그는) 벌리고 있었다

쌍수 ἐπεριπετάννυτον

(너희 둘은) 벌리고 있었다

ἐπεριπεταννύτην

(그 둘은) 벌리고 있었다

복수 ἐπεριπετάννυμεν

(우리는) 벌리고 있었다

ἐπεριπετάννυτε

(너희는) 벌리고 있었다

ἐπεριπετάννυσαν

(그들은) 벌리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεριπεταννύμην

(나는) 벌려지고 있었다

ἐπεριπεταννύου, ἐπεριπετάννυσο

(너는) 벌려지고 있었다

ἐπεριπετάννυτο

(그는) 벌려지고 있었다

쌍수 ἐπεριπετάννυσθον

(너희 둘은) 벌려지고 있었다

ἐπεριπεταννύσθην

(그 둘은) 벌려지고 있었다

복수 ἐπεριπεταννύμεθα

(우리는) 벌려지고 있었다

ἐπεριπετάννυσθε

(너희는) 벌려지고 있었다

ἐπεριπετάννυντο

(그들은) 벌려지고 있었다

완료(Perfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιπέπταμαι

(나는) 벌려졌다

περιπέπτασαι

(너는) 벌려졌다

περιπέπταται

(그는) 벌려졌다

쌍수 περιπέπτασθον

(너희 둘은) 벌려졌다

περιπέπτασθον

(그 둘은) 벌려졌다

복수 περιπεπτάμεθα

(우리는) 벌려졌다

περιπέπτασθε

(너희는) 벌려졌다

περιπέπτανται

(그들은) 벌려졌다

명령법단수 περιπέπτασο

(너는) 벌려졌어라

περιπεπτάσθω

(그는) 벌려졌어라

쌍수 περιπέπτασθον

(너희 둘은) 벌려졌어라

περιπεπτάσθων

(그 둘은) 벌려졌어라

복수 περιπέπτασθε

(너희는) 벌려졌어라

περιπεπτάσθων

(그들은) 벌려졌어라

부정사 περιπέπτασθαι

벌려졌는 것

분사 남성여성중성
περιπεπταμενος

περιπεπταμενου

περιπεπταμενη

περιπεπταμενης

περιπεπταμενον

περιπεπταμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 벌리다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION