Ancient Greek-English Dictionary Language

περινοστέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: περινοστέω περινοστήσω

Structure: περι (Prefix) + νοστέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to go round, to visit or inspect
  2. to go about, stalk about

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περινόστω περινόστεις περινόστει
Dual περινόστειτον περινόστειτον
Plural περινόστουμεν περινόστειτε περινόστουσιν*
SubjunctiveSingular περινόστω περινόστῃς περινόστῃ
Dual περινόστητον περινόστητον
Plural περινόστωμεν περινόστητε περινόστωσιν*
OptativeSingular περινόστοιμι περινόστοις περινόστοι
Dual περινόστοιτον περινοστοίτην
Plural περινόστοιμεν περινόστοιτε περινόστοιεν
ImperativeSingular περινο͂στει περινοστεῖτω
Dual περινόστειτον περινοστεῖτων
Plural περινόστειτε περινοστοῦντων, περινοστεῖτωσαν
Infinitive περινόστειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περινοστων περινοστουντος περινοστουσα περινοστουσης περινοστουν περινοστουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περινόστουμαι περινόστει, περινόστῃ περινόστειται
Dual περινόστεισθον περινόστεισθον
Plural περινοστοῦμεθα περινόστεισθε περινόστουνται
SubjunctiveSingular περινόστωμαι περινόστῃ περινόστηται
Dual περινόστησθον περινόστησθον
Plural περινοστώμεθα περινόστησθε περινόστωνται
OptativeSingular περινοστοίμην περινόστοιο περινόστοιτο
Dual περινόστοισθον περινοστοίσθην
Plural περινοστοίμεθα περινόστοισθε περινόστοιντο
ImperativeSingular περινόστου περινοστεῖσθω
Dual περινόστεισθον περινοστεῖσθων
Plural περινόστεισθε περινοστεῖσθων, περινοστεῖσθωσαν
Infinitive περινόστεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περινοστουμενος περινοστουμενου περινοστουμενη περινοστουμενης περινοστουμενον περινοστουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περινοστήσω περινοστήσεις περινοστήσει
Dual περινοστήσετον περινοστήσετον
Plural περινοστήσομεν περινοστήσετε περινοστήσουσιν*
OptativeSingular περινοστήσοιμι περινοστήσοις περινοστήσοι
Dual περινοστήσοιτον περινοστησοίτην
Plural περινοστήσοιμεν περινοστήσοιτε περινοστήσοιεν
Infinitive περινοστήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περινοστησων περινοστησοντος περινοστησουσα περινοστησουσης περινοστησον περινοστησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περινοστήσομαι περινοστήσει, περινοστήσῃ περινοστήσεται
Dual περινοστήσεσθον περινοστήσεσθον
Plural περινοστησόμεθα περινοστήσεσθε περινοστήσονται
OptativeSingular περινοστησοίμην περινοστήσοιο περινοστήσοιτο
Dual περινοστήσοισθον περινοστησοίσθην
Plural περινοστησοίμεθα περινοστήσοισθε περινοστήσοιντο
Infinitive περινοστήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περινοστησομενος περινοστησομενου περινοστησομενη περινοστησομενης περινοστησομενον περινοστησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to go round

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION