Ancient Greek-English Dictionary Language

περιλαμπής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: περιλαμπής περιλαμπές

Structure: περιλαμπη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: la/mpw

Sense

  1. very brilliant

Examples

  • Καθάπερ ἔχιν ἢ ἀσπίδα ἢ σκορπίον ἐν ἐλεφαντίνῃ ἢ χρυσῇ θεώμενοσ κίστῃ οὐ διὰ τὸ πολυτελὲσ τῆσ ὕλησ ἀγαπᾷσ καὶ εὐδαιμονίζεισ, ἀλλ’ ὅτι λυμαντικὴ ἡ φύσισ, ἐκτρέπῃ καὶ μυσάττῃ, οὕτω καὶ ἐπειδὰν ἐν πλούτῳ καὶ ὄγκῳ τύχησ θεάσῃ κακίαν ἐνοῦσαν, μὴ καταπλαγῇσ τὸ περιλαμπὲσ τῆσ ὕλησ, ἀλλὰ καταφρόνει τῆσ ἐν τῷ τρόπῳ κιβδηλίασ. (Epictetus, Works, gnomologium epicteteum e( stobaei libris 3-4) 9:1)

Synonyms

  1. very brilliant

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION