Ancient Greek-English Dictionary Language

περικοκκάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: περικοκκάζω περιεκόκκασα

Structure: περι (Prefix) + κοκκάζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to cry cuckoo all round

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περικοκκάζω περικοκκάζεις περικοκκάζει
Dual περικοκκάζετον περικοκκάζετον
Plural περικοκκάζομεν περικοκκάζετε περικοκκάζουσιν*
SubjunctiveSingular περικοκκάζω περικοκκάζῃς περικοκκάζῃ
Dual περικοκκάζητον περικοκκάζητον
Plural περικοκκάζωμεν περικοκκάζητε περικοκκάζωσιν*
OptativeSingular περικοκκάζοιμι περικοκκάζοις περικοκκάζοι
Dual περικοκκάζοιτον περικοκκαζοίτην
Plural περικοκκάζοιμεν περικοκκάζοιτε περικοκκάζοιεν
ImperativeSingular περικόκκαζε περικοκκαζέτω
Dual περικοκκάζετον περικοκκαζέτων
Plural περικοκκάζετε περικοκκαζόντων, περικοκκαζέτωσαν
Infinitive περικοκκάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περικοκκαζων περικοκκαζοντος περικοκκαζουσα περικοκκαζουσης περικοκκαζον περικοκκαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περικοκκάζομαι περικοκκάζει, περικοκκάζῃ περικοκκάζεται
Dual περικοκκάζεσθον περικοκκάζεσθον
Plural περικοκκαζόμεθα περικοκκάζεσθε περικοκκάζονται
SubjunctiveSingular περικοκκάζωμαι περικοκκάζῃ περικοκκάζηται
Dual περικοκκάζησθον περικοκκάζησθον
Plural περικοκκαζώμεθα περικοκκάζησθε περικοκκάζωνται
OptativeSingular περικοκκαζοίμην περικοκκάζοιο περικοκκάζοιτο
Dual περικοκκάζοισθον περικοκκαζοίσθην
Plural περικοκκαζοίμεθα περικοκκάζοισθε περικοκκάζοιντο
ImperativeSingular περικοκκάζου περικοκκαζέσθω
Dual περικοκκάζεσθον περικοκκαζέσθων
Plural περικοκκάζεσθε περικοκκαζέσθων, περικοκκαζέσθωσαν
Infinitive περικοκκάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περικοκκαζομενος περικοκκαζομενου περικοκκαζομενη περικοκκαζομενης περικοκκαζομενον περικοκκαζομενου

Imperfect tense

Aorist tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιεκόκκασα περιεκόκκασας περιεκόκκασεν*
Dual περιεκοκκάσατον περιεκοκκασάτην
Plural περιεκοκκάσαμεν περιεκοκκάσατε περιεκόκκασαν
SubjunctiveSingular περικοκκάσω περικοκκάσῃς περικοκκάσῃ
Dual περικοκκάσητον περικοκκάσητον
Plural περικοκκάσωμεν περικοκκάσητε περικοκκάσωσιν*
OptativeSingular περικοκκάσαιμι περικοκκάσαις περικοκκάσαι
Dual περικοκκάσαιτον περικοκκασαίτην
Plural περικοκκάσαιμεν περικοκκάσαιτε περικοκκάσαιεν
ImperativeSingular περικόκκασον περικοκκασάτω
Dual περικοκκάσατον περικοκκασάτων
Plural περικοκκάσατε περικοκκασάντων
Infinitive περικοκκάσαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περικοκκασᾱς περικοκκασαντος περικοκκασᾱσα περικοκκασᾱσης περικοκκασαν περικοκκασαντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιεκοκκασάμην περιεκοκκάσω περιεκοκκάσατο
Dual περιεκοκκάσασθον περιεκοκκασάσθην
Plural περιεκοκκασάμεθα περιεκοκκάσασθε περιεκοκκάσαντο
SubjunctiveSingular περικοκκάσωμαι περικοκκάσῃ περικοκκάσηται
Dual περικοκκάσησθον περικοκκάσησθον
Plural περικοκκασώμεθα περικοκκάσησθε περικοκκάσωνται
OptativeSingular περικοκκασαίμην περικοκκάσαιο περικοκκάσαιτο
Dual περικοκκάσαισθον περικοκκασαίσθην
Plural περικοκκασαίμεθα περικοκκάσαισθε περικοκκάσαιντο
ImperativeSingular περικόκκασαι περικοκκασάσθω
Dual περικοκκάσασθον περικοκκασάσθων
Plural περικοκκάσασθε περικοκκασάσθων
Infinitive περικοκκάσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περικοκκασαμενος περικοκκασαμενου περικοκκασαμενη περικοκκασαμενης περικοκκασαμενον περικοκκασαμενου

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to cry cuckoo all round

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION