Ancient Greek-English Dictionary Language

περικάθαρμα

Third declension Noun; Neuter Transliteration:

Principal Part: περικάθαρμα περικάθαρματος

Structure: περικαθαρματ (Stem)

Sense

  1. an off-scouring, refuse

Examples

  • περικάθαρμα δὲ δικαίου ἄνομοσ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 21:17)
  • καὶ Ὁμήρου πλείονα τῇ κοινωνίᾳ συνεβάλετο Πρίαμοσ ὁ πεντήκοντα γεννήσασ περικαθάρματα ἢ Δαναὸσ ἢ Αἰόλοσ; (Epictetus, Works, book 3, 78:2)
  • ὡσ περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα, ἑώσ ἄρτι. (PROS KORINQIOUS A, chapter 2 58:1)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION