헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιδρύπτω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιδρύπτω περιδρύψω

형태분석: περι (접두사) + δρύπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to tear all round, to peel the bark off, he had the skin all torn from off

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιδρύπτω

περιδρύπτεις

περιδρύπτει

쌍수 περιδρύπτετον

περιδρύπτετον

복수 περιδρύπτομεν

περιδρύπτετε

περιδρύπτουσιν*

접속법단수 περιδρύπτω

περιδρύπτῃς

περιδρύπτῃ

쌍수 περιδρύπτητον

περιδρύπτητον

복수 περιδρύπτωμεν

περιδρύπτητε

περιδρύπτωσιν*

기원법단수 περιδρύπτοιμι

περιδρύπτοις

περιδρύπτοι

쌍수 περιδρύπτοιτον

περιδρυπτοίτην

복수 περιδρύπτοιμεν

περιδρύπτοιτε

περιδρύπτοιεν

명령법단수 περιδρύπτε

περιδρυπτέτω

쌍수 περιδρύπτετον

περιδρυπτέτων

복수 περιδρύπτετε

περιδρυπτόντων, περιδρυπτέτωσαν

부정사 περιδρύπτειν

분사 남성여성중성
περιδρυπτων

περιδρυπτοντος

περιδρυπτουσα

περιδρυπτουσης

περιδρυπτον

περιδρυπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιδρύπτομαι

περιδρύπτει, περιδρύπτῃ

περιδρύπτεται

쌍수 περιδρύπτεσθον

περιδρύπτεσθον

복수 περιδρυπτόμεθα

περιδρύπτεσθε

περιδρύπτονται

접속법단수 περιδρύπτωμαι

περιδρύπτῃ

περιδρύπτηται

쌍수 περιδρύπτησθον

περιδρύπτησθον

복수 περιδρυπτώμεθα

περιδρύπτησθε

περιδρύπτωνται

기원법단수 περιδρυπτοίμην

περιδρύπτοιο

περιδρύπτοιτο

쌍수 περιδρύπτοισθον

περιδρυπτοίσθην

복수 περιδρυπτοίμεθα

περιδρύπτοισθε

περιδρύπτοιντο

명령법단수 περιδρύπτου

περιδρυπτέσθω

쌍수 περιδρύπτεσθον

περιδρυπτέσθων

복수 περιδρύπτεσθε

περιδρυπτέσθων, περιδρυπτέσθωσαν

부정사 περιδρύπτεσθαι

분사 남성여성중성
περιδρυπτομενος

περιδρυπτομενου

περιδρυπτομενη

περιδρυπτομενης

περιδρυπτομενον

περιδρυπτομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιδρύψω

περιδρύψεις

περιδρύψει

쌍수 περιδρύψετον

περιδρύψετον

복수 περιδρύψομεν

περιδρύψετε

περιδρύψουσιν*

기원법단수 περιδρύψοιμι

περιδρύψοις

περιδρύψοι

쌍수 περιδρύψοιτον

περιδρυψοίτην

복수 περιδρύψοιμεν

περιδρύψοιτε

περιδρύψοιεν

부정사 περιδρύψειν

분사 남성여성중성
περιδρυψων

περιδρυψοντος

περιδρυψουσα

περιδρυψουσης

περιδρυψον

περιδρυψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιδρύψομαι

περιδρύψει, περιδρύψῃ

περιδρύψεται

쌍수 περιδρύψεσθον

περιδρύψεσθον

복수 περιδρυψόμεθα

περιδρύψεσθε

περιδρύψονται

기원법단수 περιδρυψοίμην

περιδρύψοιο

περιδρύψοιτο

쌍수 περιδρύψοισθον

περιδρυψοίσθην

복수 περιδρυψοίμεθα

περιδρύψοισθε

περιδρύψοιντο

부정사 περιδρύψεσθαι

분사 남성여성중성
περιδρυψομενος

περιδρυψομενου

περιδρυψομενη

περιδρυψομενης

περιδρυψομενον

περιδρυψομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION