헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πεποίθησις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πεποίθησις πεποίθησεως

형태분석: πεποιθησι (어간) + ς (어미)

  1. 신용, 대담, 자신감, 뻔뻔함
  1. trust, confidence, boldness

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πεποίθησις

신용이

πεποιθήσει

신용들이

πεποιθήσεις

신용들이

속격 πεποιθήσεως

신용의

πεποιθήσοιν

신용들의

πεποιθήσεων

신용들의

여격 πεποιθήσει

신용에게

πεποιθήσοιν

신용들에게

πεποιθήσεσιν*

신용들에게

대격 πεποίθησιν

신용을

πεποιθήσει

신용들을

πεποιθήσεις

신용들을

호격 πεποίθησι

신용아

πεποιθήσει

신용들아

πεποιθήσεις

신용들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἶπε πρὸσ αὐτοὺσ Ραψάκησ. εἴπατε δὴ πρὸσ Ἐζεκίαν. τάδε λέγει ὁ βασιλεὺσ ὁ μέγασ ὁ βασιλεὺσ Ἀσσυρίων. τί ἡ πεποίθησισ αὕτη, ἣν πέποιθασ̣ (Septuagint, Liber II Regum 18:19)

    (70인역 성경, 열왕기 하권 18:19)

  • Πεποίθησιν δὲ τοιαύτην ἔχομεν διὰ τοῦ χριστοῦ πρὸσ τὸν θεόν. (PROS KORINQIOUS B, chapter 1 53:1)

    (PROS KORINQIOUS B, chapter 1 53:1)

  • συνεπέμψαμεν δὲ αὐτοῖσ τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν ὃν ἐδοκιμάσαμεν ἐν πολλοῖσ πολλάκισ σπουδαῖον ὄντα, νυνὶ δὲ πολὺ σπουδαιότερον πεποιθήσει πολλῇ τῇ εἰσ ὑμᾶσ. (PROS KORINQIOUS B, chapter 7 41:1)

    (PROS KORINQIOUS B, chapter 7 41:1)

  • δέομαι δὲ τὸ μὴ παρὼν θαρρῆσαι τῇ πεποιθήσει ᾗ λογίζομαι τολμῆσαι ἐπί τινασ τοὺσ λογιζομένουσ ἡμᾶσ ὡσ κατὰ σάρκα περιπατοῦντασ. (PROS KORINQIOUS B, chapter 7 64:1)

    (PROS KORINQIOUS B, chapter 7 64:1)

  • ἐν ᾧ ἔχομεν τὴν παρρησίαν καὶ προσαγωγὴν ἐν πεποιθήσει διὰ τῆσ πίστεωσ αὐτοῦ. (PROS EFESIOUS, chapter 1 64:1)

    (PROS EFESIOUS, chapter 1 64:1)

유의어

  1. 신용

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION