고전 발음: [] 신약 발음: []
기본형: παρρησιαστικός παρρησιαστική παρρησιαστικόν
형태분석: παρρησιαστικ (어간) + ος (어미)
| 남성 | 여성 | 중성 | ||
|---|---|---|---|---|
| 단수 | 주격 | παρρησιαστικός (이)가 | παρρησιαστική (이)가 | παρρησιαστικόν (것)가 |
| 속격 | παρρησιαστικοῦ (이)의 | παρρησιαστικῆς (이)의 | παρρησιαστικοῦ (것)의 | |
| 여격 | παρρησιαστικῷ (이)에게 | παρρησιαστικῇ (이)에게 | παρρησιαστικῷ (것)에게 | |
| 대격 | παρρησιαστικόν (이)를 | παρρησιαστικήν (이)를 | παρρησιαστικόν (것)를 | |
| 호격 | παρρησιαστικέ (이)야 | παρρησιαστική (이)야 | παρρησιαστικόν (것)야 | |
| 쌍수 | 주/대/호 | παρρησιαστικώ (이)들이 | παρρησιαστικᾱ́ (이)들이 | παρρησιαστικώ (것)들이 |
| 속/여 | παρρησιαστικοῖν (이)들의 | παρρησιαστικαῖν (이)들의 | παρρησιαστικοῖν (것)들의 | |
| 복수 | 주격 | παρρησιαστικοί (이)들이 | παρρησιαστικαί (이)들이 | παρρησιαστικά (것)들이 |
| 속격 | παρρησιαστικῶν (이)들의 | παρρησιαστικῶν (이)들의 | παρρησιαστικῶν (것)들의 | |
| 여격 | παρρησιαστικοῖς (이)들에게 | παρρησιαστικαῖς (이)들에게 | παρρησιαστικοῖς (것)들에게 | |
| 대격 | παρρησιαστικούς (이)들을 | παρρησιαστικᾱ́ς (이)들을 | παρρησιαστικά (것)들을 | |
| 호격 | παρρησιαστικοί (이)들아 | παρρησιαστικαί (이)들아 | παρρησιαστικά (것)들아 | |
| 원급 | 비교급 | 최상급 | |
|---|---|---|---|
| 형용사 |
παρρησιαστικός παρρησιαστικοῦ (이)의 |
παρρησιαστικότερος παρρησιαστικοτεροῦ 더 (이)의 |
παρρησιαστικότατος παρρησιαστικοτατοῦ 가장 (이)의 |
| 부사 | παρρησιαστικώς | παρρησιαστικότερον | παρρησιαστικότατα |
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기고전 발음: [] 신약 발음: []
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기