Ancient Greek-English Dictionary Language

παρθενικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: παρθενικός παρθενική παρθενικόν

Structure: παρθενικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. of or for a maiden

Examples

  • καὶ καταστήσει ὁ βασιλεὺσ κωμάρχασ ἐν πάσαισ ταῖσ χώραισ τῆσ βασιλείασ αὐτοῦ, καὶ ἐπιλεξάτωσαν κοράσια παρθενικὰ καλὰ τῷ εἴδει εἰσ Σοῦσαν τὴν πόλιν εἰσ τὸν γυναικῶνα. καὶ παραδοθήτωσαν τῷ εὐνούχῳ τοῦ βασιλέωσ τῷ φύλακι τῶν γυναικῶν, καὶ δοθήτω σμῆγμα καὶ ἡ λοιπὴ ἐπιμέλεια. (Septuagint, Liber Esther 2:3)
  • ἐξεπήδων γὰρ ἐκ τῶν οἰκιῶν γυναῖκέσ τε καὶ παρθένοι τὸ πάθοσ ἀποδυρόμεναι, αἱ μὲν ἄνθη καὶ στεφάνουσ βάλλουσαι κατὰ τῆσ κλίνησ, αἱ δὲ τελαμῶνασ ἢ μίτρασ, αἱ δὲ ἀθύρματα παρθενικά, καί που τινὲσ καὶ πλοκάμων ἀποκειράμεναι βοστρύχουσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 39 9:1)
  • Παρθενικὰ κούρα τὰ ἃ κέρματα πλείονα ποιεῖ, οὐκ ἀπὸ τᾶσ τέχνασ, ἀλλ’ ἀπὸ τᾶσ φύσιοσ. (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 451)
  • τὰν στάλαν ἐχάραξε Βιάνωρ οὐκ ἐπὶ ματρί, οὐδ’ ἐπὶ τῷ γενέτᾳ, πότμον ὀφειλόμενον, παρθενικᾷ δ’ ἐπὶ παιδί· (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 5471)

Synonyms

  1. of or for a maiden

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION