헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρευκηλέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρευκηλέω παρευκηλήσω

형태분석: παρευκηλέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 달래다, 가라앉다, 유혹하다
  1. to calm, soothe

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρευκηλῶ

(나는) 달랜다

παρευκηλεῖς

(너는) 달랜다

παρευκηλεῖ

(그는) 달랜다

쌍수 παρευκηλεῖτον

(너희 둘은) 달랜다

παρευκηλεῖτον

(그 둘은) 달랜다

복수 παρευκηλοῦμεν

(우리는) 달랜다

παρευκηλεῖτε

(너희는) 달랜다

παρευκηλοῦσιν*

(그들은) 달랜다

접속법단수 παρευκηλῶ

(나는) 달래자

παρευκηλῇς

(너는) 달래자

παρευκηλῇ

(그는) 달래자

쌍수 παρευκηλῆτον

(너희 둘은) 달래자

παρευκηλῆτον

(그 둘은) 달래자

복수 παρευκηλῶμεν

(우리는) 달래자

παρευκηλῆτε

(너희는) 달래자

παρευκηλῶσιν*

(그들은) 달래자

기원법단수 παρευκηλοῖμι

(나는) 달래기를 (바라다)

παρευκηλοῖς

(너는) 달래기를 (바라다)

παρευκηλοῖ

(그는) 달래기를 (바라다)

쌍수 παρευκηλοῖτον

(너희 둘은) 달래기를 (바라다)

παρευκηλοίτην

(그 둘은) 달래기를 (바라다)

복수 παρευκηλοῖμεν

(우리는) 달래기를 (바라다)

παρευκηλοῖτε

(너희는) 달래기를 (바라다)

παρευκηλοῖεν

(그들은) 달래기를 (바라다)

명령법단수 παρευκήλει

(너는) 달래어라

παρευκηλείτω

(그는) 달래어라

쌍수 παρευκηλεῖτον

(너희 둘은) 달래어라

παρευκηλείτων

(그 둘은) 달래어라

복수 παρευκηλεῖτε

(너희는) 달래어라

παρευκηλούντων, παρευκηλείτωσαν

(그들은) 달래어라

부정사 παρευκηλεῖν

달래는 것

분사 남성여성중성
παρευκηλων

παρευκηλουντος

παρευκηλουσα

παρευκηλουσης

παρευκηλουν

παρευκηλουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρευκηλοῦμαι

(나는) 달래여진다

παρευκηλεῖ, παρευκηλῇ

(너는) 달래여진다

παρευκηλεῖται

(그는) 달래여진다

쌍수 παρευκηλεῖσθον

(너희 둘은) 달래여진다

παρευκηλεῖσθον

(그 둘은) 달래여진다

복수 παρευκηλούμεθα

(우리는) 달래여진다

παρευκηλεῖσθε

(너희는) 달래여진다

παρευκηλοῦνται

(그들은) 달래여진다

접속법단수 παρευκηλῶμαι

(나는) 달래여지자

παρευκηλῇ

(너는) 달래여지자

παρευκηλῆται

(그는) 달래여지자

쌍수 παρευκηλῆσθον

(너희 둘은) 달래여지자

παρευκηλῆσθον

(그 둘은) 달래여지자

복수 παρευκηλώμεθα

(우리는) 달래여지자

παρευκηλῆσθε

(너희는) 달래여지자

παρευκηλῶνται

(그들은) 달래여지자

기원법단수 παρευκηλοίμην

(나는) 달래여지기를 (바라다)

παρευκηλοῖο

(너는) 달래여지기를 (바라다)

παρευκηλοῖτο

(그는) 달래여지기를 (바라다)

쌍수 παρευκηλοῖσθον

(너희 둘은) 달래여지기를 (바라다)

παρευκηλοίσθην

(그 둘은) 달래여지기를 (바라다)

복수 παρευκηλοίμεθα

(우리는) 달래여지기를 (바라다)

παρευκηλοῖσθε

(너희는) 달래여지기를 (바라다)

παρευκηλοῖντο

(그들은) 달래여지기를 (바라다)

명령법단수 παρευκηλοῦ

(너는) 달래여져라

παρευκηλείσθω

(그는) 달래여져라

쌍수 παρευκηλεῖσθον

(너희 둘은) 달래여져라

παρευκηλείσθων

(그 둘은) 달래여져라

복수 παρευκηλεῖσθε

(너희는) 달래여져라

παρευκηλείσθων, παρευκηλείσθωσαν

(그들은) 달래여져라

부정사 παρευκηλεῖσθαι

달래여지는 것

분사 남성여성중성
παρευκηλουμενος

παρευκηλουμενου

παρευκηλουμενη

παρευκηλουμενης

παρευκηλουμενον

παρευκηλουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρευκηλήσω

(나는) 달래겠다

παρευκηλήσεις

(너는) 달래겠다

παρευκηλήσει

(그는) 달래겠다

쌍수 παρευκηλήσετον

(너희 둘은) 달래겠다

παρευκηλήσετον

(그 둘은) 달래겠다

복수 παρευκηλήσομεν

(우리는) 달래겠다

παρευκηλήσετε

(너희는) 달래겠다

παρευκηλήσουσιν*

(그들은) 달래겠다

기원법단수 παρευκηλήσοιμι

(나는) 달래겠기를 (바라다)

παρευκηλήσοις

(너는) 달래겠기를 (바라다)

παρευκηλήσοι

(그는) 달래겠기를 (바라다)

쌍수 παρευκηλήσοιτον

(너희 둘은) 달래겠기를 (바라다)

παρευκηλησοίτην

(그 둘은) 달래겠기를 (바라다)

복수 παρευκηλήσοιμεν

(우리는) 달래겠기를 (바라다)

παρευκηλήσοιτε

(너희는) 달래겠기를 (바라다)

παρευκηλήσοιεν

(그들은) 달래겠기를 (바라다)

부정사 παρευκηλήσειν

달랠 것

분사 남성여성중성
παρευκηλησων

παρευκηλησοντος

παρευκηλησουσα

παρευκηλησουσης

παρευκηλησον

παρευκηλησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρευκηλήσομαι

(나는) 달래여지겠다

παρευκηλήσει, παρευκηλήσῃ

(너는) 달래여지겠다

παρευκηλήσεται

(그는) 달래여지겠다

쌍수 παρευκηλήσεσθον

(너희 둘은) 달래여지겠다

παρευκηλήσεσθον

(그 둘은) 달래여지겠다

복수 παρευκηλησόμεθα

(우리는) 달래여지겠다

παρευκηλήσεσθε

(너희는) 달래여지겠다

παρευκηλήσονται

(그들은) 달래여지겠다

기원법단수 παρευκηλησοίμην

(나는) 달래여지겠기를 (바라다)

παρευκηλήσοιο

(너는) 달래여지겠기를 (바라다)

παρευκηλήσοιτο

(그는) 달래여지겠기를 (바라다)

쌍수 παρευκηλήσοισθον

(너희 둘은) 달래여지겠기를 (바라다)

παρευκηλησοίσθην

(그 둘은) 달래여지겠기를 (바라다)

복수 παρευκηλησοίμεθα

(우리는) 달래여지겠기를 (바라다)

παρευκηλήσοισθε

(너희는) 달래여지겠기를 (바라다)

παρευκηλήσοιντο

(그들은) 달래여지겠기를 (바라다)

부정사 παρευκηλήσεσθαι

달래여질 것

분사 남성여성중성
παρευκηλησομενος

παρευκηλησομενου

παρευκηλησομενη

παρευκηλησομενης

παρευκηλησομενον

παρευκηλησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπαρευκήλουν

(나는) 달래고 있었다

ἐπαρευκήλεις

(너는) 달래고 있었다

ἐπαρευκήλειν*

(그는) 달래고 있었다

쌍수 ἐπαρευκηλεῖτον

(너희 둘은) 달래고 있었다

ἐπαρευκηλείτην

(그 둘은) 달래고 있었다

복수 ἐπαρευκηλοῦμεν

(우리는) 달래고 있었다

ἐπαρευκηλεῖτε

(너희는) 달래고 있었다

ἐπαρευκήλουν

(그들은) 달래고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπαρευκηλούμην

(나는) 달래여지고 있었다

ἐπαρευκηλοῦ

(너는) 달래여지고 있었다

ἐπαρευκηλεῖτο

(그는) 달래여지고 있었다

쌍수 ἐπαρευκηλεῖσθον

(너희 둘은) 달래여지고 있었다

ἐπαρευκηλείσθην

(그 둘은) 달래여지고 있었다

복수 ἐπαρευκηλούμεθα

(우리는) 달래여지고 있었다

ἐπαρευκηλεῖσθε

(너희는) 달래여지고 있었다

ἐπαρευκηλοῦντο

(그들은) 달래여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 달래다

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION