헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρεγγράφω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρεγγράφω παρεγγράψω

형태분석: παρ (접두사) + ἐγγράφ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to interpolate

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεγγράφω

παρεγγράφεις

παρεγγράφει

쌍수 παρεγγράφετον

παρεγγράφετον

복수 παρεγγράφομεν

παρεγγράφετε

παρεγγράφουσιν*

접속법단수 παρεγγράφω

παρεγγράφῃς

παρεγγράφῃ

쌍수 παρεγγράφητον

παρεγγράφητον

복수 παρεγγράφωμεν

παρεγγράφητε

παρεγγράφωσιν*

기원법단수 παρεγγράφοιμι

παρεγγράφοις

παρεγγράφοι

쌍수 παρεγγράφοιτον

παρεγγραφοίτην

복수 παρεγγράφοιμεν

παρεγγράφοιτε

παρεγγράφοιεν

명령법단수 παρέγγραφε

παρεγγραφέτω

쌍수 παρεγγράφετον

παρεγγραφέτων

복수 παρεγγράφετε

παρεγγραφόντων, παρεγγραφέτωσαν

부정사 παρεγγράφειν

분사 남성여성중성
παρεγγραφων

παρεγγραφοντος

παρεγγραφουσα

παρεγγραφουσης

παρεγγραφον

παρεγγραφοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεγγράφομαι

παρεγγράφει, παρεγγράφῃ

παρεγγράφεται

쌍수 παρεγγράφεσθον

παρεγγράφεσθον

복수 παρεγγραφόμεθα

παρεγγράφεσθε

παρεγγράφονται

접속법단수 παρεγγράφωμαι

παρεγγράφῃ

παρεγγράφηται

쌍수 παρεγγράφησθον

παρεγγράφησθον

복수 παρεγγραφώμεθα

παρεγγράφησθε

παρεγγράφωνται

기원법단수 παρεγγραφοίμην

παρεγγράφοιο

παρεγγράφοιτο

쌍수 παρεγγράφοισθον

παρεγγραφοίσθην

복수 παρεγγραφοίμεθα

παρεγγράφοισθε

παρεγγράφοιντο

명령법단수 παρεγγράφου

παρεγγραφέσθω

쌍수 παρεγγράφεσθον

παρεγγραφέσθων

복수 παρεγγράφεσθε

παρεγγραφέσθων, παρεγγραφέσθωσαν

부정사 παρεγγράφεσθαι

분사 남성여성중성
παρεγγραφομενος

παρεγγραφομενου

παρεγγραφομενη

παρεγγραφομενης

παρεγγραφομενον

παρεγγραφομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to interpolate

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION