Ancient Greek-English Dictionary Language

παρασυγγραφέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: παρασυγγραφέω

Structure: παρασυγγραφέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to break contract with

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρασυγγράφω παρασυγγράφεις παρασυγγράφει
Dual παρασυγγράφειτον παρασυγγράφειτον
Plural παρασυγγράφουμεν παρασυγγράφειτε παρασυγγράφουσιν*
SubjunctiveSingular παρασυγγράφω παρασυγγράφῃς παρασυγγράφῃ
Dual παρασυγγράφητον παρασυγγράφητον
Plural παρασυγγράφωμεν παρασυγγράφητε παρασυγγράφωσιν*
OptativeSingular παρασυγγράφοιμι παρασυγγράφοις παρασυγγράφοι
Dual παρασυγγράφοιτον παρασυγγραφοίτην
Plural παρασυγγράφοιμεν παρασυγγράφοιτε παρασυγγράφοιεν
ImperativeSingular παρασυγγρᾶφει παρασυγγραφεῖτω
Dual παρασυγγράφειτον παρασυγγραφεῖτων
Plural παρασυγγράφειτε παρασυγγραφοῦντων, παρασυγγραφεῖτωσαν
Infinitive παρασυγγράφειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παρασυγγραφων παρασυγγραφουντος παρασυγγραφουσα παρασυγγραφουσης παρασυγγραφουν παρασυγγραφουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρασυγγράφουμαι παρασυγγράφει, παρασυγγράφῃ παρασυγγράφειται
Dual παρασυγγράφεισθον παρασυγγράφεισθον
Plural παρασυγγραφοῦμεθα παρασυγγράφεισθε παρασυγγράφουνται
SubjunctiveSingular παρασυγγράφωμαι παρασυγγράφῃ παρασυγγράφηται
Dual παρασυγγράφησθον παρασυγγράφησθον
Plural παρασυγγραφώμεθα παρασυγγράφησθε παρασυγγράφωνται
OptativeSingular παρασυγγραφοίμην παρασυγγράφοιο παρασυγγράφοιτο
Dual παρασυγγράφοισθον παρασυγγραφοίσθην
Plural παρασυγγραφοίμεθα παρασυγγράφοισθε παρασυγγράφοιντο
ImperativeSingular παρασυγγράφου παρασυγγραφεῖσθω
Dual παρασυγγράφεισθον παρασυγγραφεῖσθων
Plural παρασυγγράφεισθε παρασυγγραφεῖσθων, παρασυγγραφεῖσθωσαν
Infinitive παρασυγγράφεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παρασυγγραφουμενος παρασυγγραφουμενου παρασυγγραφουμενη παρασυγγραφουμενης παρασυγγραφουμενον παρασυγγραφουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to break contract with

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION