고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: παρασκευαστικός παρασκευαστική παρασκευαστικόν
Structure: παρασκευαστικ (Stem) + ος (Ending)
| Masculine | Feminine | Neuter | ||
|---|---|---|---|---|
| Singular | Nominative | παρασκευαστικός | παρασκευαστική | παρασκευαστικόν |
| Genitive | παρασκευαστικοῦ | παρασκευαστικῆς | παρασκευαστικοῦ | |
| Dative | παρασκευαστικῷ | παρασκευαστικῇ | παρασκευαστικῷ | |
| Accusative | παρασκευαστικόν | παρασκευαστικήν | παρασκευαστικόν | |
| Vocative | παρασκευαστικέ | παρασκευαστική | παρασκευαστικόν | |
| Dual | N/A/V | παρασκευαστικώ | παρασκευαστικᾱ́ | παρασκευαστικώ |
| G/D | παρασκευαστικοῖν | παρασκευαστικαῖν | παρασκευαστικοῖν | |
| Plural | Nominative | παρασκευαστικοί | παρασκευαστικαί | παρασκευαστικά |
| Genitive | παρασκευαστικῶν | παρασκευαστικῶν | παρασκευαστικῶν | |
| Dative | παρασκευαστικοῖς | παρασκευαστικαῖς | παρασκευαστικοῖς | |
| Accusative | παρασκευαστικούς | παρασκευαστικᾱ́ς | παρασκευαστικά | |
| Vocative | παρασκευαστικοί | παρασκευαστικαί | παρασκευαστικά | |
| Positive | Comparative | Superlative | |
|---|---|---|---|
| Adjective | παρασκευαστικός παρασκευαστικοῦ | παρασκευαστικότερος παρασκευαστικοτεροῦ | παρασκευαστικότατος παρασκευαστικοτατοῦ |
| Adverb | παρασκευαστικώς | παρασκευαστικότερον | παρασκευαστικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []

이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기