헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρασκευαστικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρασκευαστικός παρασκευαστική παρασκευαστικόν

형태분석: παρασκευαστικ (어간) + ος (어미)

어원: from paraskeua/zw

  1. skilled in providing

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 παρασκευαστικός

(이)가

παρασκευαστική

(이)가

παρασκευαστικόν

(것)가

속격 παρασκευαστικοῦ

(이)의

παρασκευαστικῆς

(이)의

παρασκευαστικοῦ

(것)의

여격 παρασκευαστικῷ

(이)에게

παρασκευαστικῇ

(이)에게

παρασκευαστικῷ

(것)에게

대격 παρασκευαστικόν

(이)를

παρασκευαστικήν

(이)를

παρασκευαστικόν

(것)를

호격 παρασκευαστικέ

(이)야

παρασκευαστική

(이)야

παρασκευαστικόν

(것)야

쌍수주/대/호 παρασκευαστικώ

(이)들이

παρασκευαστικᾱ́

(이)들이

παρασκευαστικώ

(것)들이

속/여 παρασκευαστικοῖν

(이)들의

παρασκευαστικαῖν

(이)들의

παρασκευαστικοῖν

(것)들의

복수주격 παρασκευαστικοί

(이)들이

παρασκευαστικαί

(이)들이

παρασκευαστικά

(것)들이

속격 παρασκευαστικῶν

(이)들의

παρασκευαστικῶν

(이)들의

παρασκευαστικῶν

(것)들의

여격 παρασκευαστικοῖς

(이)들에게

παρασκευαστικαῖς

(이)들에게

παρασκευαστικοῖς

(것)들에게

대격 παρασκευαστικούς

(이)들을

παρασκευαστικᾱ́ς

(이)들을

παρασκευαστικά

(것)들을

호격 παρασκευαστικοί

(이)들아

παρασκευαστικαί

(이)들아

παρασκευαστικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • παρασκευαστικαὶ γάρ εἰσιν. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, G, PLATWN 99:4)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, G, PLATWN 99:4)

유의어

  1. skilled in providing

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION