헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρασφάλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρασφάλλω παρασφαλῶ παρέσφηλα

형태분석: παρα (접두사) + σφάλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 좌절시키다, 당황하게하다
  1. to make an arrow glance aside, to foil, of

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασφάλλω

(나는) 좌절시킨다

παρασφάλλεις

(너는) 좌절시킨다

παρασφάλλει

(그는) 좌절시킨다

쌍수 παρασφάλλετον

(너희 둘은) 좌절시킨다

παρασφάλλετον

(그 둘은) 좌절시킨다

복수 παρασφάλλομεν

(우리는) 좌절시킨다

παρασφάλλετε

(너희는) 좌절시킨다

παρασφάλλουσιν*

(그들은) 좌절시킨다

접속법단수 παρασφάλλω

(나는) 좌절시키자

παρασφάλλῃς

(너는) 좌절시키자

παρασφάλλῃ

(그는) 좌절시키자

쌍수 παρασφάλλητον

(너희 둘은) 좌절시키자

παρασφάλλητον

(그 둘은) 좌절시키자

복수 παρασφάλλωμεν

(우리는) 좌절시키자

παρασφάλλητε

(너희는) 좌절시키자

παρασφάλλωσιν*

(그들은) 좌절시키자

기원법단수 παρασφάλλοιμι

(나는) 좌절시키기를 (바라다)

παρασφάλλοις

(너는) 좌절시키기를 (바라다)

παρασφάλλοι

(그는) 좌절시키기를 (바라다)

쌍수 παρασφάλλοιτον

(너희 둘은) 좌절시키기를 (바라다)

παρασφαλλοίτην

(그 둘은) 좌절시키기를 (바라다)

복수 παρασφάλλοιμεν

(우리는) 좌절시키기를 (바라다)

παρασφάλλοιτε

(너희는) 좌절시키기를 (바라다)

παρασφάλλοιεν

(그들은) 좌절시키기를 (바라다)

명령법단수 παρασφάλλε

(너는) 좌절시켜라

παρασφαλλέτω

(그는) 좌절시켜라

쌍수 παρασφάλλετον

(너희 둘은) 좌절시켜라

παρασφαλλέτων

(그 둘은) 좌절시켜라

복수 παρασφάλλετε

(너희는) 좌절시켜라

παρασφαλλόντων, παρασφαλλέτωσαν

(그들은) 좌절시켜라

부정사 παρασφάλλειν

좌절시키는 것

분사 남성여성중성
παρασφαλλων

παρασφαλλοντος

παρασφαλλουσα

παρασφαλλουσης

παρασφαλλον

παρασφαλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασφάλλομαι

(나는) 좌절한다

παρασφάλλει, παρασφάλλῃ

(너는) 좌절한다

παρασφάλλεται

(그는) 좌절한다

쌍수 παρασφάλλεσθον

(너희 둘은) 좌절한다

παρασφάλλεσθον

(그 둘은) 좌절한다

복수 παρασφαλλόμεθα

(우리는) 좌절한다

παρασφάλλεσθε

(너희는) 좌절한다

παρασφάλλονται

(그들은) 좌절한다

접속법단수 παρασφάλλωμαι

(나는) 좌절하자

παρασφάλλῃ

(너는) 좌절하자

παρασφάλληται

(그는) 좌절하자

쌍수 παρασφάλλησθον

(너희 둘은) 좌절하자

παρασφάλλησθον

(그 둘은) 좌절하자

복수 παρασφαλλώμεθα

(우리는) 좌절하자

παρασφάλλησθε

(너희는) 좌절하자

παρασφάλλωνται

(그들은) 좌절하자

기원법단수 παρασφαλλοίμην

(나는) 좌절하기를 (바라다)

παρασφάλλοιο

(너는) 좌절하기를 (바라다)

παρασφάλλοιτο

(그는) 좌절하기를 (바라다)

쌍수 παρασφάλλοισθον

(너희 둘은) 좌절하기를 (바라다)

παρασφαλλοίσθην

(그 둘은) 좌절하기를 (바라다)

복수 παρασφαλλοίμεθα

(우리는) 좌절하기를 (바라다)

παρασφάλλοισθε

(너희는) 좌절하기를 (바라다)

παρασφάλλοιντο

(그들은) 좌절하기를 (바라다)

명령법단수 παρασφάλλου

(너는) 좌절해라

παρασφαλλέσθω

(그는) 좌절해라

쌍수 παρασφάλλεσθον

(너희 둘은) 좌절해라

παρασφαλλέσθων

(그 둘은) 좌절해라

복수 παρασφάλλεσθε

(너희는) 좌절해라

παρασφαλλέσθων, παρασφαλλέσθωσαν

(그들은) 좌절해라

부정사 παρασφάλλεσθαι

좌절하는 것

분사 남성여성중성
παρασφαλλομενος

παρασφαλλομενου

παρασφαλλομενη

παρασφαλλομενης

παρασφαλλομενον

παρασφαλλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασφαλῶ

(나는) 좌절시키겠다

παρασφαλεῖς

(너는) 좌절시키겠다

παρασφαλεῖ

(그는) 좌절시키겠다

쌍수 παρασφαλεῖτον

(너희 둘은) 좌절시키겠다

παρασφαλεῖτον

(그 둘은) 좌절시키겠다

복수 παρασφαλοῦμεν

(우리는) 좌절시키겠다

παρασφαλεῖτε

(너희는) 좌절시키겠다

παρασφαλοῦσιν*

(그들은) 좌절시키겠다

기원법단수 παρασφαλοῖμι

(나는) 좌절시키겠기를 (바라다)

παρασφαλοῖς

(너는) 좌절시키겠기를 (바라다)

παρασφαλοῖ

(그는) 좌절시키겠기를 (바라다)

쌍수 παρασφαλοῖτον

(너희 둘은) 좌절시키겠기를 (바라다)

παρασφαλοίτην

(그 둘은) 좌절시키겠기를 (바라다)

복수 παρασφαλοῖμεν

(우리는) 좌절시키겠기를 (바라다)

παρασφαλοῖτε

(너희는) 좌절시키겠기를 (바라다)

παρασφαλοῖεν

(그들은) 좌절시키겠기를 (바라다)

부정사 παρασφαλεῖν

좌절시킬 것

분사 남성여성중성
παρασφαλων

παρασφαλουντος

παρασφαλουσα

παρασφαλουσης

παρασφαλουν

παρασφαλουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασφαλοῦμαι

(나는) 좌절하겠다

παρασφαλεῖ, παρασφαλῇ

(너는) 좌절하겠다

παρασφαλεῖται

(그는) 좌절하겠다

쌍수 παρασφαλεῖσθον

(너희 둘은) 좌절하겠다

παρασφαλεῖσθον

(그 둘은) 좌절하겠다

복수 παρασφαλούμεθα

(우리는) 좌절하겠다

παρασφαλεῖσθε

(너희는) 좌절하겠다

παρασφαλοῦνται

(그들은) 좌절하겠다

기원법단수 παρασφαλοίμην

(나는) 좌절하겠기를 (바라다)

παρασφαλοῖο

(너는) 좌절하겠기를 (바라다)

παρασφαλοῖτο

(그는) 좌절하겠기를 (바라다)

쌍수 παρασφαλοῖσθον

(너희 둘은) 좌절하겠기를 (바라다)

παρασφαλοίσθην

(그 둘은) 좌절하겠기를 (바라다)

복수 παρασφαλοίμεθα

(우리는) 좌절하겠기를 (바라다)

παρασφαλοῖσθε

(너희는) 좌절하겠기를 (바라다)

παρασφαλοῖντο

(그들은) 좌절하겠기를 (바라다)

부정사 παρασφαλεῖσθαι

좌절할 것

분사 남성여성중성
παρασφαλουμενος

παρασφαλουμενου

παρασφαλουμενη

παρασφαλουμενης

παρασφαλουμενον

παρασφαλουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρέσφαλλον

(나는) 좌절시키고 있었다

παρέσφαλλες

(너는) 좌절시키고 있었다

παρέσφαλλεν*

(그는) 좌절시키고 있었다

쌍수 παρεσφάλλετον

(너희 둘은) 좌절시키고 있었다

παρεσφαλλέτην

(그 둘은) 좌절시키고 있었다

복수 παρεσφάλλομεν

(우리는) 좌절시키고 있었다

παρεσφάλλετε

(너희는) 좌절시키고 있었다

παρέσφαλλον

(그들은) 좌절시키고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεσφαλλόμην

(나는) 좌절하고 있었다

παρεσφάλλου

(너는) 좌절하고 있었다

παρεσφάλλετο

(그는) 좌절하고 있었다

쌍수 παρεσφάλλεσθον

(너희 둘은) 좌절하고 있었다

παρεσφαλλέσθην

(그 둘은) 좌절하고 있었다

복수 παρεσφαλλόμεθα

(우리는) 좌절하고 있었다

παρεσφάλλεσθε

(너희는) 좌절하고 있었다

παρεσφάλλοντο

(그들은) 좌절하고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρέσφηλα

(나는) 좌절시켰다

παρέσφηλας

(너는) 좌절시켰다

παρέσφηλεν*

(그는) 좌절시켰다

쌍수 παρεσφήλατον

(너희 둘은) 좌절시켰다

παρεσφηλάτην

(그 둘은) 좌절시켰다

복수 παρεσφήλαμεν

(우리는) 좌절시켰다

παρεσφήλατε

(너희는) 좌절시켰다

παρέσφηλαν

(그들은) 좌절시켰다

접속법단수 παρασφήλω

(나는) 좌절시켰자

παρασφήλῃς

(너는) 좌절시켰자

παρασφήλῃ

(그는) 좌절시켰자

쌍수 παρασφήλητον

(너희 둘은) 좌절시켰자

παρασφήλητον

(그 둘은) 좌절시켰자

복수 παρασφήλωμεν

(우리는) 좌절시켰자

παρασφήλητε

(너희는) 좌절시켰자

παρασφήλωσιν*

(그들은) 좌절시켰자

기원법단수 παρασφήλαιμι

(나는) 좌절시켰기를 (바라다)

παρασφήλαις

(너는) 좌절시켰기를 (바라다)

παρασφήλαι

(그는) 좌절시켰기를 (바라다)

쌍수 παρασφήλαιτον

(너희 둘은) 좌절시켰기를 (바라다)

παρασφηλαίτην

(그 둘은) 좌절시켰기를 (바라다)

복수 παρασφήλαιμεν

(우리는) 좌절시켰기를 (바라다)

παρασφήλαιτε

(너희는) 좌절시켰기를 (바라다)

παρασφήλαιεν

(그들은) 좌절시켰기를 (바라다)

명령법단수 παρασφήλον

(너는) 좌절시켰어라

παρασφηλάτω

(그는) 좌절시켰어라

쌍수 παρασφήλατον

(너희 둘은) 좌절시켰어라

παρασφηλάτων

(그 둘은) 좌절시켰어라

복수 παρασφήλατε

(너희는) 좌절시켰어라

παρασφηλάντων

(그들은) 좌절시켰어라

부정사 παρασφήλαι

좌절시켰는 것

분사 남성여성중성
παρασφηλᾱς

παρασφηλαντος

παρασφηλᾱσα

παρασφηλᾱσης

παρασφηλαν

παρασφηλαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεσφηλάμην

(나는) 좌절했다

παρεσφήλω

(너는) 좌절했다

παρεσφήλατο

(그는) 좌절했다

쌍수 παρεσφήλασθον

(너희 둘은) 좌절했다

παρεσφηλάσθην

(그 둘은) 좌절했다

복수 παρεσφηλάμεθα

(우리는) 좌절했다

παρεσφήλασθε

(너희는) 좌절했다

παρεσφήλαντο

(그들은) 좌절했다

접속법단수 παρασφήλωμαι

(나는) 좌절했자

παρασφήλῃ

(너는) 좌절했자

παρασφήληται

(그는) 좌절했자

쌍수 παρασφήλησθον

(너희 둘은) 좌절했자

παρασφήλησθον

(그 둘은) 좌절했자

복수 παρασφηλώμεθα

(우리는) 좌절했자

παρασφήλησθε

(너희는) 좌절했자

παρασφήλωνται

(그들은) 좌절했자

기원법단수 παρασφηλαίμην

(나는) 좌절했기를 (바라다)

παρασφήλαιο

(너는) 좌절했기를 (바라다)

παρασφήλαιτο

(그는) 좌절했기를 (바라다)

쌍수 παρασφήλαισθον

(너희 둘은) 좌절했기를 (바라다)

παρασφηλαίσθην

(그 둘은) 좌절했기를 (바라다)

복수 παρασφηλαίμεθα

(우리는) 좌절했기를 (바라다)

παρασφήλαισθε

(너희는) 좌절했기를 (바라다)

παρασφήλαιντο

(그들은) 좌절했기를 (바라다)

명령법단수 παρασφήλαι

(너는) 좌절했어라

παρασφηλάσθω

(그는) 좌절했어라

쌍수 παρασφήλασθον

(너희 둘은) 좌절했어라

παρασφηλάσθων

(그 둘은) 좌절했어라

복수 παρασφήλασθε

(너희는) 좌절했어라

παρασφηλάσθων

(그들은) 좌절했어라

부정사 παρασφήλεσθαι

좌절했는 것

분사 남성여성중성
παρασφηλαμενος

παρασφηλαμενου

παρασφηλαμενη

παρασφηλαμενης

παρασφηλαμενον

παρασφηλαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION