Ancient Greek-English Dictionary Language

παραρτύω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: παραρτύω

Structure: παρ (Prefix) + ἀρτύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to season by additions.

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παραρτύω παραρτύεις παραρτύει
Dual παραρτύετον παραρτύετον
Plural παραρτύομεν παραρτύετε παραρτύουσιν*
SubjunctiveSingular παραρτύω παραρτύῃς παραρτύῃ
Dual παραρτύητον παραρτύητον
Plural παραρτύωμεν παραρτύητε παραρτύωσιν*
OptativeSingular παραρτύοιμι παραρτύοις παραρτύοι
Dual παραρτύοιτον παραρτυοίτην
Plural παραρτύοιμεν παραρτύοιτε παραρτύοιεν
ImperativeSingular παράρτυε παραρτυέτω
Dual παραρτύετον παραρτυέτων
Plural παραρτύετε παραρτυόντων, παραρτυέτωσαν
Infinitive παραρτύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παραρτυων παραρτυοντος παραρτυουσα παραρτυουσης παραρτυον παραρτυοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παραρτύομαι παραρτύει, παραρτύῃ παραρτύεται
Dual παραρτύεσθον παραρτύεσθον
Plural παραρτυόμεθα παραρτύεσθε παραρτύονται
SubjunctiveSingular παραρτύωμαι παραρτύῃ παραρτύηται
Dual παραρτύησθον παραρτύησθον
Plural παραρτυώμεθα παραρτύησθε παραρτύωνται
OptativeSingular παραρτυοίμην παραρτύοιο παραρτύοιτο
Dual παραρτύοισθον παραρτυοίσθην
Plural παραρτυοίμεθα παραρτύοισθε παραρτύοιντο
ImperativeSingular παραρτύου παραρτυέσθω
Dual παραρτύεσθον παραρτυέσθων
Plural παραρτύεσθε παραρτυέσθων, παραρτυέσθωσαν
Infinitive παραρτύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παραρτυομενος παραρτυομενου παραρτυομενη παραρτυομενης παραρτυομενον παραρτυομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION