Ancient Greek-English Dictionary Language

παραποδίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: παραποδίζω παραποδιῶ

Structure: παρα (Prefix) + ποδίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to entangle the feet;, to impede, to be ensnared

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παραποδίζω παραποδίζεις παραποδίζει
Dual παραποδίζετον παραποδίζετον
Plural παραποδίζομεν παραποδίζετε παραποδίζουσιν*
SubjunctiveSingular παραποδίζω παραποδίζῃς παραποδίζῃ
Dual παραποδίζητον παραποδίζητον
Plural παραποδίζωμεν παραποδίζητε παραποδίζωσιν*
OptativeSingular παραποδίζοιμι παραποδίζοις παραποδίζοι
Dual παραποδίζοιτον παραποδιζοίτην
Plural παραποδίζοιμεν παραποδίζοιτε παραποδίζοιεν
ImperativeSingular παραπόδιζε παραποδιζέτω
Dual παραποδίζετον παραποδιζέτων
Plural παραποδίζετε παραποδιζόντων, παραποδιζέτωσαν
Infinitive παραποδίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παραποδιζων παραποδιζοντος παραποδιζουσα παραποδιζουσης παραποδιζον παραποδιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παραποδίζομαι παραποδίζει, παραποδίζῃ παραποδίζεται
Dual παραποδίζεσθον παραποδίζεσθον
Plural παραποδιζόμεθα παραποδίζεσθε παραποδίζονται
SubjunctiveSingular παραποδίζωμαι παραποδίζῃ παραποδίζηται
Dual παραποδίζησθον παραποδίζησθον
Plural παραποδιζώμεθα παραποδίζησθε παραποδίζωνται
OptativeSingular παραποδιζοίμην παραποδίζοιο παραποδίζοιτο
Dual παραποδίζοισθον παραποδιζοίσθην
Plural παραποδιζοίμεθα παραποδίζοισθε παραποδίζοιντο
ImperativeSingular παραποδίζου παραποδιζέσθω
Dual παραποδίζεσθον παραποδιζέσθων
Plural παραποδίζεσθε παραποδιζέσθων, παραποδιζέσθωσαν
Infinitive παραποδίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παραποδιζομενος παραποδιζομενου παραποδιζομενη παραποδιζομενης παραποδιζομενον παραποδιζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παραποδίω παραποδίεις παραποδίει
Dual παραποδίειτον παραποδίειτον
Plural παραποδίουμεν παραποδίειτε παραποδίουσιν*
OptativeSingular παραποδίοιμι παραποδίοις παραποδίοι
Dual παραποδίοιτον παραποδιοίτην
Plural παραποδίοιμεν παραποδίοιτε παραποδίοιεν
Infinitive παραποδίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παραποδιων παραποδιουντος παραποδιουσα παραποδιουσης παραποδιουν παραποδιουντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παραποδίουμαι παραποδίει, παραποδίῃ παραποδίειται
Dual παραποδίεισθον παραποδίεισθον
Plural παραποδιοῦμεθα παραποδίεισθε παραποδίουνται
OptativeSingular παραποδιοίμην παραποδίοιο παραποδίοιτο
Dual παραποδίοισθον παραποδιοίσθην
Plural παραποδιοίμεθα παραποδίοισθε παραποδίοιντο
Infinitive παραποδίεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παραποδιουμενος παραποδιουμενου παραποδιουμενη παραποδιουμενης παραποδιουμενον παραποδιουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION