헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραπικραίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραπικραίνω

형태분석: παρα (접두사) + πικραίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 긁다, 마음을 상하게 하다, 흥분시키다
  1. to embitter, provoke

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραπικραίνω

(나는) 긁는다

παραπικραίνεις

(너는) 긁는다

παραπικραίνει

(그는) 긁는다

쌍수 παραπικραίνετον

(너희 둘은) 긁는다

παραπικραίνετον

(그 둘은) 긁는다

복수 παραπικραίνομεν

(우리는) 긁는다

παραπικραίνετε

(너희는) 긁는다

παραπικραίνουσιν*

(그들은) 긁는다

접속법단수 παραπικραίνω

(나는) 긁자

παραπικραίνῃς

(너는) 긁자

παραπικραίνῃ

(그는) 긁자

쌍수 παραπικραίνητον

(너희 둘은) 긁자

παραπικραίνητον

(그 둘은) 긁자

복수 παραπικραίνωμεν

(우리는) 긁자

παραπικραίνητε

(너희는) 긁자

παραπικραίνωσιν*

(그들은) 긁자

기원법단수 παραπικραίνοιμι

(나는) 긁기를 (바라다)

παραπικραίνοις

(너는) 긁기를 (바라다)

παραπικραίνοι

(그는) 긁기를 (바라다)

쌍수 παραπικραίνοιτον

(너희 둘은) 긁기를 (바라다)

παραπικραινοίτην

(그 둘은) 긁기를 (바라다)

복수 παραπικραίνοιμεν

(우리는) 긁기를 (바라다)

παραπικραίνοιτε

(너희는) 긁기를 (바라다)

παραπικραίνοιεν

(그들은) 긁기를 (바라다)

명령법단수 παραπίκραινε

(너는) 긁어라

παραπικραινέτω

(그는) 긁어라

쌍수 παραπικραίνετον

(너희 둘은) 긁어라

παραπικραινέτων

(그 둘은) 긁어라

복수 παραπικραίνετε

(너희는) 긁어라

παραπικραινόντων, παραπικραινέτωσαν

(그들은) 긁어라

부정사 παραπικραίνειν

긁는 것

분사 남성여성중성
παραπικραινων

παραπικραινοντος

παραπικραινουσα

παραπικραινουσης

παραπικραινον

παραπικραινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραπικραίνομαι

(나는) 긁어진다

παραπικραίνει, παραπικραίνῃ

(너는) 긁어진다

παραπικραίνεται

(그는) 긁어진다

쌍수 παραπικραίνεσθον

(너희 둘은) 긁어진다

παραπικραίνεσθον

(그 둘은) 긁어진다

복수 παραπικραινόμεθα

(우리는) 긁어진다

παραπικραίνεσθε

(너희는) 긁어진다

παραπικραίνονται

(그들은) 긁어진다

접속법단수 παραπικραίνωμαι

(나는) 긁어지자

παραπικραίνῃ

(너는) 긁어지자

παραπικραίνηται

(그는) 긁어지자

쌍수 παραπικραίνησθον

(너희 둘은) 긁어지자

παραπικραίνησθον

(그 둘은) 긁어지자

복수 παραπικραινώμεθα

(우리는) 긁어지자

παραπικραίνησθε

(너희는) 긁어지자

παραπικραίνωνται

(그들은) 긁어지자

기원법단수 παραπικραινοίμην

(나는) 긁어지기를 (바라다)

παραπικραίνοιο

(너는) 긁어지기를 (바라다)

παραπικραίνοιτο

(그는) 긁어지기를 (바라다)

쌍수 παραπικραίνοισθον

(너희 둘은) 긁어지기를 (바라다)

παραπικραινοίσθην

(그 둘은) 긁어지기를 (바라다)

복수 παραπικραινοίμεθα

(우리는) 긁어지기를 (바라다)

παραπικραίνοισθε

(너희는) 긁어지기를 (바라다)

παραπικραίνοιντο

(그들은) 긁어지기를 (바라다)

명령법단수 παραπικραίνου

(너는) 긁어져라

παραπικραινέσθω

(그는) 긁어져라

쌍수 παραπικραίνεσθον

(너희 둘은) 긁어져라

παραπικραινέσθων

(그 둘은) 긁어져라

복수 παραπικραίνεσθε

(너희는) 긁어져라

παραπικραινέσθων, παραπικραινέσθωσαν

(그들은) 긁어져라

부정사 παραπικραίνεσθαι

긁어지는 것

분사 남성여성중성
παραπικραινομενος

παραπικραινομενου

παραπικραινομενη

παραπικραινομενης

παραπικραινομενον

παραπικραινομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεπίκραινον

(나는) 긁고 있었다

παρεπίκραινες

(너는) 긁고 있었다

παρεπίκραινεν*

(그는) 긁고 있었다

쌍수 παρεπικραίνετον

(너희 둘은) 긁고 있었다

παρεπικραινέτην

(그 둘은) 긁고 있었다

복수 παρεπικραίνομεν

(우리는) 긁고 있었다

παρεπικραίνετε

(너희는) 긁고 있었다

παρεπίκραινον

(그들은) 긁고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεπικραινόμην

(나는) 긁어지고 있었다

παρεπικραίνου

(너는) 긁어지고 있었다

παρεπικραίνετο

(그는) 긁어지고 있었다

쌍수 παρεπικραίνεσθον

(너희 둘은) 긁어지고 있었다

παρεπικραινέσθην

(그 둘은) 긁어지고 있었다

복수 παρεπικραινόμεθα

(우리는) 긁어지고 있었다

παρεπικραίνεσθε

(너희는) 긁어지고 있었다

παρεπικραίνοντο

(그들은) 긁어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 긁다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION