Ancient Greek-English Dictionary Language

παραδειγματίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: παραδειγματίζω

Structure: παρα (Prefix) + δειγματίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from para/deigma

Sense

  1. I make a public example of, shame, disgrace, expose

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παραδειγματίζω παραδειγματίζεις παραδειγματίζει
Dual παραδειγματίζετον παραδειγματίζετον
Plural παραδειγματίζομεν παραδειγματίζετε παραδειγματίζουσιν*
SubjunctiveSingular παραδειγματίζω παραδειγματίζῃς παραδειγματίζῃ
Dual παραδειγματίζητον παραδειγματίζητον
Plural παραδειγματίζωμεν παραδειγματίζητε παραδειγματίζωσιν*
OptativeSingular παραδειγματίζοιμι παραδειγματίζοις παραδειγματίζοι
Dual παραδειγματίζοιτον παραδειγματιζοίτην
Plural παραδειγματίζοιμεν παραδειγματίζοιτε παραδειγματίζοιεν
ImperativeSingular παραδειγμάτιζε παραδειγματιζέτω
Dual παραδειγματίζετον παραδειγματιζέτων
Plural παραδειγματίζετε παραδειγματιζόντων, παραδειγματιζέτωσαν
Infinitive παραδειγματίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παραδειγματιζων παραδειγματιζοντος παραδειγματιζουσα παραδειγματιζουσης παραδειγματιζον παραδειγματιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παραδειγματίζομαι παραδειγματίζει, παραδειγματίζῃ παραδειγματίζεται
Dual παραδειγματίζεσθον παραδειγματίζεσθον
Plural παραδειγματιζόμεθα παραδειγματίζεσθε παραδειγματίζονται
SubjunctiveSingular παραδειγματίζωμαι παραδειγματίζῃ παραδειγματίζηται
Dual παραδειγματίζησθον παραδειγματίζησθον
Plural παραδειγματιζώμεθα παραδειγματίζησθε παραδειγματίζωνται
OptativeSingular παραδειγματιζοίμην παραδειγματίζοιο παραδειγματίζοιτο
Dual παραδειγματίζοισθον παραδειγματιζοίσθην
Plural παραδειγματιζοίμεθα παραδειγματίζοισθε παραδειγματίζοιντο
ImperativeSingular παραδειγματίζου παραδειγματιζέσθω
Dual παραδειγματίζεσθον παραδειγματιζέσθων
Plural παραδειγματίζεσθε παραδειγματιζέσθων, παραδειγματιζέσθωσαν
Infinitive παραδειγματίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παραδειγματιζομενος παραδειγματιζομενου παραδειγματιζομενη παραδειγματιζομενης παραδειγματιζομενον παραδειγματιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. I make a public example of

Derived

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION