Ancient Greek-English Dictionary Language

παγκρατιάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: παγκρατιάζω

Structure: παγκρατιάζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from pagkra/tion

Sense

  1. to perform the exercises of the, to sway one's arms about like a gymnast, to gesticulate violently

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παγκρατιάζω παγκρατιάζεις παγκρατιάζει
Dual παγκρατιάζετον παγκρατιάζετον
Plural παγκρατιάζομεν παγκρατιάζετε παγκρατιάζουσιν*
SubjunctiveSingular παγκρατιάζω παγκρατιάζῃς παγκρατιάζῃ
Dual παγκρατιάζητον παγκρατιάζητον
Plural παγκρατιάζωμεν παγκρατιάζητε παγκρατιάζωσιν*
OptativeSingular παγκρατιάζοιμι παγκρατιάζοις παγκρατιάζοι
Dual παγκρατιάζοιτον παγκρατιαζοίτην
Plural παγκρατιάζοιμεν παγκρατιάζοιτε παγκρατιάζοιεν
ImperativeSingular παγκρατίαζε παγκρατιαζέτω
Dual παγκρατιάζετον παγκρατιαζέτων
Plural παγκρατιάζετε παγκρατιαζόντων, παγκρατιαζέτωσαν
Infinitive παγκρατιάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παγκρατιαζων παγκρατιαζοντος παγκρατιαζουσα παγκρατιαζουσης παγκρατιαζον παγκρατιαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παγκρατιάζομαι παγκρατιάζει, παγκρατιάζῃ παγκρατιάζεται
Dual παγκρατιάζεσθον παγκρατιάζεσθον
Plural παγκρατιαζόμεθα παγκρατιάζεσθε παγκρατιάζονται
SubjunctiveSingular παγκρατιάζωμαι παγκρατιάζῃ παγκρατιάζηται
Dual παγκρατιάζησθον παγκρατιάζησθον
Plural παγκρατιαζώμεθα παγκρατιάζησθε παγκρατιάζωνται
OptativeSingular παγκρατιαζοίμην παγκρατιάζοιο παγκρατιάζοιτο
Dual παγκρατιάζοισθον παγκρατιαζοίσθην
Plural παγκρατιαζοίμεθα παγκρατιάζοισθε παγκρατιάζοιντο
ImperativeSingular παγκρατιάζου παγκρατιαζέσθω
Dual παγκρατιάζεσθον παγκρατιαζέσθων
Plural παγκρατιάζεσθε παγκρατιαζέσθων, παγκρατιαζέσθωσαν
Infinitive παγκρατιάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παγκρατιαζομενος παγκρατιαζομενου παγκρατιαζομενη παγκρατιαζομενης παγκρατιαζομενον παγκρατιαζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION