호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기
Principal Part: ὀψοποιητικός ὀψοποιητική ὀψοποιητικόν
Structure: ὀψοποιητικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | ὀψοποιητικός | ὀψοποιητική | ὀψοποιητικόν |
Genitive | ὀψοποιητικοῦ | ὀψοποιητικῆς | ὀψοποιητικοῦ | |
Dative | ὀψοποιητικῷ | ὀψοποιητικῇ | ὀψοποιητικῷ | |
Accusative | ὀψοποιητικόν | ὀψοποιητικήν | ὀψοποιητικόν | |
Vocative | ὀψοποιητικέ | ὀψοποιητική | ὀψοποιητικόν | |
Dual | N/A/V | ὀψοποιητικώ | ὀψοποιητικά | ὀψοποιητικώ |
G/D | ὀψοποιητικοῖν | ὀψοποιητικαῖν | ὀψοποιητικοῖν | |
Plural | Nominative | ὀψοποιητικοί | ὀψοποιητικαί | ὀψοποιητικά |
Genitive | ὀψοποιητικῶν | ὀψοποιητικῶν | ὀψοποιητικῶν | |
Dative | ὀψοποιητικοῖς | ὀψοποιητικαῖς | ὀψοποιητικοῖς | |
Accusative | ὀψοποιητικούς | ὀψοποιητικάς | ὀψοποιητικά | |
Vocative | ὀψοποιητικοί | ὀψοποιητικαί | ὀψοποιητικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | ὀψοποιητικός ὀψοποιητικοῦ | ὀψοποιητικότερος ὀψοποιητικοτεροῦ | ὀψοποιητικότατος ὀψοποιητικοτατοῦ |
Adverb | ὀψοποιητικώς | ὀψοποιητικότερον | ὀψοποιητικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기
고전 발음: [] 신약 발음: []