헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀρνίθειος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὀρνίθειος ὀρνίθειᾱ ὀρνίθειον

형태분석: ὀρνιθει (어간) + ος (어미)

  1. of or belonging to a bird, fowl's flesh, chicken

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ὀρνίθειος

(이)가

ὀρνιθείᾱ

(이)가

ὀρνίθειον

(것)가

속격 ὀρνιθείου

(이)의

ὀρνιθείᾱς

(이)의

ὀρνιθείου

(것)의

여격 ὀρνιθείῳ

(이)에게

ὀρνιθείᾱͅ

(이)에게

ὀρνιθείῳ

(것)에게

대격 ὀρνίθειον

(이)를

ὀρνιθείᾱν

(이)를

ὀρνίθειον

(것)를

호격 ὀρνίθειε

(이)야

ὀρνιθείᾱ

(이)야

ὀρνίθειον

(것)야

쌍수주/대/호 ὀρνιθείω

(이)들이

ὀρνιθείᾱ

(이)들이

ὀρνιθείω

(것)들이

속/여 ὀρνιθείοιν

(이)들의

ὀρνιθείαιν

(이)들의

ὀρνιθείοιν

(것)들의

복수주격 ὀρνίθειοι

(이)들이

ὀρνίθειαι

(이)들이

ὀρνίθεια

(것)들이

속격 ὀρνιθείων

(이)들의

ὀρνιθειῶν

(이)들의

ὀρνιθείων

(것)들의

여격 ὀρνιθείοις

(이)들에게

ὀρνιθείαις

(이)들에게

ὀρνιθείοις

(것)들에게

대격 ὀρνιθείους

(이)들을

ὀρνιθείᾱς

(이)들을

ὀρνίθεια

(것)들을

호격 ὀρνίθειοι

(이)들아

ὀρνίθειαι

(이)들아

ὀρνίθεια

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πολλὰ δ’ εἰρηκότεσ περὶ τοῦ Ἄμμωνοσ τοσοῦτον εἰπεῖν βουλόμεθα ὅτι τοῖσ ἀρχαίοισ μᾶλλον ἦν ἐν τιμῇ καὶ ἡ μαντικὴ καθόλου καὶ τὰ χρηστήρια, νυνὶ δ’ ὀλιγωρία κατέχει πολλή, τῶν Ῥωμαίων ἀρκουμένων τοῖσ Σιβύλλησ χρησμοῖσ καὶ τοῖσ Τυρρηνικοῖσ θεοπροπίοισ διά τε σπλάγχνων καὶ ὀρνιθείασ καὶ διοσημιῶν. (Strabo, Geography, book 17, chapter 1 85:1)

    (스트라본, 지리학, book 17, chapter 1 85:1)

  • παραγίνονται δὲ πάντεσ ἀδιαπτώτωσ οἱ καταγραφέντεσ, ὡσ ἂν μηδεμιᾶσ ἄλλησ συγχωρουμένησ προφάσεωσ τοῖσ ἐξορκισθεῖσι πλὴν ὀρνιθείασ καὶ τῶν ἀδυνάτων. (Polybius, Histories, book 6, chapter 26 4:1)

    (폴리비오스, Histories, book 6, chapter 26 4:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION