Ancient Greek-English Dictionary Language

ὀνοτάζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὀνοτάζω

Structure: ὀνοτάζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: = o)/nomai

Sense

  1. to blame

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὀνοτάζω ὀνοτάζεις ὀνοτάζει
Dual ὀνοτάζετον ὀνοτάζετον
Plural ὀνοτάζομεν ὀνοτάζετε ὀνοτάζουσιν*
SubjunctiveSingular ὀνοτάζω ὀνοτάζῃς ὀνοτάζῃ
Dual ὀνοτάζητον ὀνοτάζητον
Plural ὀνοτάζωμεν ὀνοτάζητε ὀνοτάζωσιν*
OptativeSingular ὀνοτάζοιμι ὀνοτάζοις ὀνοτάζοι
Dual ὀνοτάζοιτον ὀνοταζοίτην
Plural ὀνοτάζοιμεν ὀνοτάζοιτε ὀνοτάζοιεν
ImperativeSingular ὀνόταζε ὀνοταζέτω
Dual ὀνοτάζετον ὀνοταζέτων
Plural ὀνοτάζετε ὀνοταζόντων, ὀνοταζέτωσαν
Infinitive ὀνοτάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὀνοταζων ὀνοταζοντος ὀνοταζουσα ὀνοταζουσης ὀνοταζον ὀνοταζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὀνοτάζομαι ὀνοτάζει, ὀνοτάζῃ ὀνοτάζεται
Dual ὀνοτάζεσθον ὀνοτάζεσθον
Plural ὀνοταζόμεθα ὀνοτάζεσθε ὀνοτάζονται
SubjunctiveSingular ὀνοτάζωμαι ὀνοτάζῃ ὀνοτάζηται
Dual ὀνοτάζησθον ὀνοτάζησθον
Plural ὀνοταζώμεθα ὀνοτάζησθε ὀνοτάζωνται
OptativeSingular ὀνοταζοίμην ὀνοτάζοιο ὀνοτάζοιτο
Dual ὀνοτάζοισθον ὀνοταζοίσθην
Plural ὀνοταζοίμεθα ὀνοτάζοισθε ὀνοτάζοιντο
ImperativeSingular ὀνοτάζου ὀνοταζέσθω
Dual ὀνοτάζεσθον ὀνοταζέσθων
Plural ὀνοτάζεσθε ὀνοταζέσθων, ὀνοταζέσθωσαν
Infinitive ὀνοτάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὀνοταζομενος ὀνοταζομενου ὀνοταζομενη ὀνοταζομενης ὀνοταζομενον ὀνοταζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • οὐκ ὀνοτάζω. (Anonymous, Homeric Hymns, 4:2)

Synonyms

  1. to blame

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION