Ancient Greek-English Dictionary Language

ὀνοματοποιέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ὀνοματοποιέω ὀνοματοποιήσω

Structure: ὀνοματοποιέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to coin names

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὀνοματοποίω ὀνοματοποίεις ὀνοματοποίει
Dual ὀνοματοποίειτον ὀνοματοποίειτον
Plural ὀνοματοποίουμεν ὀνοματοποίειτε ὀνοματοποίουσιν*
SubjunctiveSingular ὀνοματοποίω ὀνοματοποίῃς ὀνοματοποίῃ
Dual ὀνοματοποίητον ὀνοματοποίητον
Plural ὀνοματοποίωμεν ὀνοματοποίητε ὀνοματοποίωσιν*
OptativeSingular ὀνοματοποίοιμι ὀνοματοποίοις ὀνοματοποίοι
Dual ὀνοματοποίοιτον ὀνοματοποιοίτην
Plural ὀνοματοποίοιμεν ὀνοματοποίοιτε ὀνοματοποίοιεν
ImperativeSingular ὀνοματοποῖει ὀνοματοποιεῖτω
Dual ὀνοματοποίειτον ὀνοματοποιεῖτων
Plural ὀνοματοποίειτε ὀνοματοποιοῦντων, ὀνοματοποιεῖτωσαν
Infinitive ὀνοματοποίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὀνοματοποιων ὀνοματοποιουντος ὀνοματοποιουσα ὀνοματοποιουσης ὀνοματοποιουν ὀνοματοποιουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὀνοματοποίουμαι ὀνοματοποίει, ὀνοματοποίῃ ὀνοματοποίειται
Dual ὀνοματοποίεισθον ὀνοματοποίεισθον
Plural ὀνοματοποιοῦμεθα ὀνοματοποίεισθε ὀνοματοποίουνται
SubjunctiveSingular ὀνοματοποίωμαι ὀνοματοποίῃ ὀνοματοποίηται
Dual ὀνοματοποίησθον ὀνοματοποίησθον
Plural ὀνοματοποιώμεθα ὀνοματοποίησθε ὀνοματοποίωνται
OptativeSingular ὀνοματοποιοίμην ὀνοματοποίοιο ὀνοματοποίοιτο
Dual ὀνοματοποίοισθον ὀνοματοποιοίσθην
Plural ὀνοματοποιοίμεθα ὀνοματοποίοισθε ὀνοματοποίοιντο
ImperativeSingular ὀνοματοποίου ὀνοματοποιεῖσθω
Dual ὀνοματοποίεισθον ὀνοματοποιεῖσθων
Plural ὀνοματοποίεισθε ὀνοματοποιεῖσθων, ὀνοματοποιεῖσθωσαν
Infinitive ὀνοματοποίεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὀνοματοποιουμενος ὀνοματοποιουμενου ὀνοματοποιουμενη ὀνοματοποιουμενης ὀνοματοποιουμενον ὀνοματοποιουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὀνοματοποιήσω ὀνοματοποιήσεις ὀνοματοποιήσει
Dual ὀνοματοποιήσετον ὀνοματοποιήσετον
Plural ὀνοματοποιήσομεν ὀνοματοποιήσετε ὀνοματοποιήσουσιν*
OptativeSingular ὀνοματοποιήσοιμι ὀνοματοποιήσοις ὀνοματοποιήσοι
Dual ὀνοματοποιήσοιτον ὀνοματοποιησοίτην
Plural ὀνοματοποιήσοιμεν ὀνοματοποιήσοιτε ὀνοματοποιήσοιεν
Infinitive ὀνοματοποιήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὀνοματοποιησων ὀνοματοποιησοντος ὀνοματοποιησουσα ὀνοματοποιησουσης ὀνοματοποιησον ὀνοματοποιησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὀνοματοποιήσομαι ὀνοματοποιήσει, ὀνοματοποιήσῃ ὀνοματοποιήσεται
Dual ὀνοματοποιήσεσθον ὀνοματοποιήσεσθον
Plural ὀνοματοποιησόμεθα ὀνοματοποιήσεσθε ὀνοματοποιήσονται
OptativeSingular ὀνοματοποιησοίμην ὀνοματοποιήσοιο ὀνοματοποιήσοιτο
Dual ὀνοματοποιήσοισθον ὀνοματοποιησοίσθην
Plural ὀνοματοποιησοίμεθα ὀνοματοποιήσοισθε ὀνοματοποιήσοιντο
Infinitive ὀνοματοποιήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὀνοματοποιησομενος ὀνοματοποιησομενου ὀνοματοποιησομενη ὀνοματοποιησομενης ὀνοματοποιησομενον ὀνοματοποιησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION