고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: ὀνειροκριτικός ὀνειροκριτική ὀνειροκριτικόν
Structure: ὀνειροκριτικ (Stem) + ος (Ending)
| Masculine | Feminine | Neuter | ||
|---|---|---|---|---|
| Singular | Nominative | ὀνειροκριτικός | ὀνειροκριτική | ὀνειροκριτικόν |
| Genitive | ὀνειροκριτικοῦ | ὀνειροκριτικῆς | ὀνειροκριτικοῦ | |
| Dative | ὀνειροκριτικῷ | ὀνειροκριτικῇ | ὀνειροκριτικῷ | |
| Accusative | ὀνειροκριτικόν | ὀνειροκριτικήν | ὀνειροκριτικόν | |
| Vocative | ὀνειροκριτικέ | ὀνειροκριτική | ὀνειροκριτικόν | |
| Dual | N/A/V | ὀνειροκριτικώ | ὀνειροκριτικᾱ́ | ὀνειροκριτικώ |
| G/D | ὀνειροκριτικοῖν | ὀνειροκριτικαῖν | ὀνειροκριτικοῖν | |
| Plural | Nominative | ὀνειροκριτικοί | ὀνειροκριτικαί | ὀνειροκριτικά |
| Genitive | ὀνειροκριτικῶν | ὀνειροκριτικῶν | ὀνειροκριτικῶν | |
| Dative | ὀνειροκριτικοῖς | ὀνειροκριτικαῖς | ὀνειροκριτικοῖς | |
| Accusative | ὀνειροκριτικούς | ὀνειροκριτικᾱ́ς | ὀνειροκριτικά | |
| Vocative | ὀνειροκριτικοί | ὀνειροκριτικαί | ὀνειροκριτικά | |
| Positive | Comparative | Superlative | |
|---|---|---|---|
| Adjective | ὀνειροκριτικός ὀνειροκριτικοῦ | ὀνειροκριτικότερος ὀνειροκριτικοτεροῦ | ὀνειροκριτικότατος ὀνειροκριτικοτατοῦ |
| Adverb | ὀνειροκριτικώς | ὀνειροκριτικότερον | ὀνειροκριτικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []

이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기