고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: ὀνειδιστικός ὀνειδιστική ὀνειδιστικόν
Structure: ὀνειδιστικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | ὀνειδιστικός | ὀνειδιστική | ὀνειδιστικόν |
Genitive | ὀνειδιστικοῦ | ὀνειδιστικῆς | ὀνειδιστικοῦ | |
Dative | ὀνειδιστικῷ | ὀνειδιστικῇ | ὀνειδιστικῷ | |
Accusative | ὀνειδιστικόν | ὀνειδιστικήν | ὀνειδιστικόν | |
Vocative | ὀνειδιστικέ | ὀνειδιστική | ὀνειδιστικόν | |
Dual | N/A/V | ὀνειδιστικώ | ὀνειδιστικᾱ́ | ὀνειδιστικώ |
G/D | ὀνειδιστικοῖν | ὀνειδιστικαῖν | ὀνειδιστικοῖν | |
Plural | Nominative | ὀνειδιστικοί | ὀνειδιστικαί | ὀνειδιστικά |
Genitive | ὀνειδιστικῶν | ὀνειδιστικῶν | ὀνειδιστικῶν | |
Dative | ὀνειδιστικοῖς | ὀνειδιστικαῖς | ὀνειδιστικοῖς | |
Accusative | ὀνειδιστικούς | ὀνειδιστικᾱ́ς | ὀνειδιστικά | |
Vocative | ὀνειδιστικοί | ὀνειδιστικαί | ὀνειδιστικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | ὀνειδιστικός ὀνειδιστικοῦ | ὀνειδιστικότερος ὀνειδιστικοτεροῦ | ὀνειδιστικότατος ὀνειδιστικοτατοῦ |
Adverb | ὀνειδιστικώς | ὀνειδιστικότερον | ὀνειδιστικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기