Ancient Greek-English Dictionary Language

ὁμοπαθής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ὁμοπαθής ὁμοπαθές

Structure: ὁμοπαθη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: pa/qos

Sense

  1. of like feelings or affections, sympathetic, affected alike by

Examples

  • ὡσ γὰρ ὁ κασσίτεροσ ῥαγέντα τὸν χαλκὸν συναρμόττει καὶ συγκεράννυσι τῷ ψαύειν ἑκατέρου πέρατοσ οἰκείωσ ὁμοπαθὴσ γινόμενοσ, οὕτω δεῖ τὸν φίλον εὐάρμοστον ὄντα καὶ κοινὸν ἀμφοτέροισ τοῖσ ἀδελφοῖσ προσκαταπυκνοῦν τὴν εὔνοιαν· (Plutarch, De fraterno amore, section 20 2:1)
  • ὡσ γὰρ ὁ κασσίτεροσ ῥαγέντα τὸν χαλκὸν συναρμόττει καὶ συγκεράννυσι τῷ ψαύειν ἑκατέρου πέρατοσ οἰκείωσ ὁμοπαθὴσ γιγνόμενοσ, οὕτω δεῖ τὸν φίλον εὐάρμοστον ὄντα καὶ κοινὸν ἀμφοτέροισ τοῖσ ἀδελφοῖσ προσκαταπυκνοῦν τὴν εὔνοιαν. (Plutarch, De fraterno amore, section 20 5:1)

Synonyms

  1. of like feelings or affections

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION