고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: ὁμονοητικός ὁμονοητική ὁμονοητικόν
Structure: ὁμονοητικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | ὁμονοητικός | ὁμονοητική | ὁμονοητικόν |
Genitive | ὁμονοητικοῦ | ὁμονοητικῆς | ὁμονοητικοῦ | |
Dative | ὁμονοητικῷ | ὁμονοητικῇ | ὁμονοητικῷ | |
Accusative | ὁμονοητικόν | ὁμονοητικήν | ὁμονοητικόν | |
Vocative | ὁμονοητικέ | ὁμονοητική | ὁμονοητικόν | |
Dual | N/A/V | ὁμονοητικώ | ὁμονοητικᾱ́ | ὁμονοητικώ |
G/D | ὁμονοητικοῖν | ὁμονοητικαῖν | ὁμονοητικοῖν | |
Plural | Nominative | ὁμονοητικοί | ὁμονοητικαί | ὁμονοητικά |
Genitive | ὁμονοητικῶν | ὁμονοητικῶν | ὁμονοητικῶν | |
Dative | ὁμονοητικοῖς | ὁμονοητικαῖς | ὁμονοητικοῖς | |
Accusative | ὁμονοητικούς | ὁμονοητικᾱ́ς | ὁμονοητικά | |
Vocative | ὁμονοητικοί | ὁμονοητικαί | ὁμονοητικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | ὁμονοητικός ὁμονοητικοῦ | ὁμονοητικότερος ὁμονοητικοτεροῦ | ὁμονοητικότατος ὁμονοητικοτατοῦ |
Adverb | ὁμονοητικώς | ὁμονοητικότερον | ὁμονοητικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기