헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὁμαλίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὁμαλίζω

형태분석: ὁμαλίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 닦다, 납작하다, 편평하다
  1. to make even or level
  2. to level, equalise

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὁμαλίζω

ὁμαλίζεις

ὁμαλίζει

쌍수 ὁμαλίζετον

ὁμαλίζετον

복수 ὁμαλίζομεν

ὁμαλίζετε

ὁμαλίζουσιν*

접속법단수 ὁμαλίζω

ὁμαλίζῃς

ὁμαλίζῃ

쌍수 ὁμαλίζητον

ὁμαλίζητον

복수 ὁμαλίζωμεν

ὁμαλίζητε

ὁμαλίζωσιν*

기원법단수 ὁμαλίζοιμι

ὁμαλίζοις

ὁμαλίζοι

쌍수 ὁμαλίζοιτον

ὁμαλιζοίτην

복수 ὁμαλίζοιμεν

ὁμαλίζοιτε

ὁμαλίζοιεν

명령법단수 ὁμάλιζε

ὁμαλιζέτω

쌍수 ὁμαλίζετον

ὁμαλιζέτων

복수 ὁμαλίζετε

ὁμαλιζόντων, ὁμαλιζέτωσαν

부정사 ὁμαλίζειν

분사 남성여성중성
ὁμαλιζων

ὁμαλιζοντος

ὁμαλιζουσα

ὁμαλιζουσης

ὁμαλιζον

ὁμαλιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὁμαλίζομαι

ὁμαλίζει, ὁμαλίζῃ

ὁμαλίζεται

쌍수 ὁμαλίζεσθον

ὁμαλίζεσθον

복수 ὁμαλιζόμεθα

ὁμαλίζεσθε

ὁμαλίζονται

접속법단수 ὁμαλίζωμαι

ὁμαλίζῃ

ὁμαλίζηται

쌍수 ὁμαλίζησθον

ὁμαλίζησθον

복수 ὁμαλιζώμεθα

ὁμαλίζησθε

ὁμαλίζωνται

기원법단수 ὁμαλιζοίμην

ὁμαλίζοιο

ὁμαλίζοιτο

쌍수 ὁμαλίζοισθον

ὁμαλιζοίσθην

복수 ὁμαλιζοίμεθα

ὁμαλίζοισθε

ὁμαλίζοιντο

명령법단수 ὁμαλίζου

ὁμαλιζέσθω

쌍수 ὁμαλίζεσθον

ὁμαλιζέσθων

복수 ὁμαλίζεσθε

ὁμαλιζέσθων, ὁμαλιζέσθωσαν

부정사 ὁμαλίζεσθαι

분사 남성여성중성
ὁμαλιζομενος

ὁμαλιζομενου

ὁμαλιζομενη

ὁμαλιζομενης

ὁμαλιζομενον

ὁμαλιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • στρέφοντεσ γὰρ καὶ ὑπὸ τοὺσ πόδασ ὑποβάλλοντεσ τὰ ἄτριπτα ἀεὶ δῆλον ὅτι μάλιστα ὁμαλίζοιεν ἂν τὸν δῖνον καὶ τάχιστα ἁνύτοιεν. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 18 6:6)

    (크세노폰, Works on Socrates, , chapter 18 6:6)

유의어

  1. to make even or level

  2. 닦다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION