- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

οἰκετεία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: oiketeia 고전 발음: [께떼] 신약 발음: [위깨띠아]

기본형: οἰκετεία

형태분석: οἰκετει (어간) + α (어미)

  1. 가족, 가정
  1. the household

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 οἰκετεία

가족이

οἰκετεία

가족들이

οἰκετεῖαι

가족들이

속격 οἰκετείας

가족의

οἰκετείαιν

가족들의

οἰκετειῶν

가족들의

여격 οἰκετείᾳ

가족에게

οἰκετείαιν

가족들에게

οἰκετείαις

가족들에게

대격 οἰκετείαν

가족을

οἰκετεία

가족들을

οἰκετείας

가족들을

호격 οἰκετεία

가족아

οἰκετεία

가족들아

οἰκετεῖαι

가족들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἥ τε οἰκετεία εἰς σὲ ἀποβλέπει καὶ τῶν παρόντων ἕκαστος ὅ τι πράξεις ἐπιτηροῦσιν, οὐδὲ αὐτῷ δὲ ἀμελὲς τῷ πλουσίῳ τοῦτο, ἀλλὰ καὶ προεῖπέ τισι τῶν οἰκετῶν ἐπισκοπεῖν εἴ πως εἰς τοὺς παῖδας ἢ εἰς τὴν γυναῖκα πολλάκις ἐκ περιωπῆς ἀποβλέψεις. (Lucian, De mercede, (no name) 15:3)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 15:3)

  • " αἴτιον δ ὅτι πλούσιοι γενόμενοι Ῥωμαῖοι μετὰ τὴν Καρχηδόνος καὶ Κορίνθου κατασκαφὴν οἰκετείαις ἐχρῶντο πολλαῖς: (Strabo, Geography, Book 14, chapter 5 4:7)

    (스트라본, 지리학, Book 14, chapter 5 4:7)

  • τὸ δίκαιον οὖν σκοπῶν καὶ τοὺς καταδεδυναστευμένους παρὰ τὸ προσῆκον ἐλεῶν ἀπολύειν κελεύω τοὺς ἐν ταῖς οἰκετείαις ὄντας Ιοὐδαίους τὸ προγεγραμμένον κομιζομένους ὑπὲρ αὐτῶν κεφάλαιον τοὺς κεκτημένους, καὶ μηδένα περὶ τούτων κακουργεῖν, ἀλλ ὑπακούειν τοῖς προστεταγμένοις. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 12 36:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 12 36:1)

유의어

  1. 가족

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION