Ancient Greek-English Dictionary Language

ὀγκάομαι

α-contract Verb; 이상동사 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὀγκάομαι

Structure: ὀγκά (Stem) + ομαι (Ending)

Etym.: Formed from the sound.

Sense

  1. to bray

Examples

  • ‐ σχηματίζουσιν καὶ μετακοσμοῦσιν αὑτοὺσ εὖ μάλα εἰκότωσ καὶ πρὸσ ἐμέ, οἱο͂́ν τι ἀμέλει ὁ Αἴσωπόσ φησι ποιῆσαι τὸν ἐν τῇ Κύμῃ ὄνον, ὃσ λεοντῆν περιβαλόμενοσ καὶ τραχὺ ὀγκώμενοσ ἠξίου λέων καὶ αὐτὸσ εἶναι· (Lucian, Fugitivi, (no name) 13:4)
  • τοιαῦτα καὶ αὐτὸσ ὑμᾶσ πάσχοντασ ὑπ’ ἐκείνων ὁρῶν οὐκ ἤνεγκα τὴν αἰσχύνην τῆσ ὑποκρίσεωσ, εἰ πίθηκοι ὄντεσ ἐτόλμησαν ἡρώων προσωπεῖα περιθέσθαι ἢ τὸν ἐν Κύμῃ ὄνον μιμήσασθαι, ὃσ λεοντῆν περιβαλόμενοσ ἠξίου λέων αὐτὸσ εἶναι, πρὸσ ἀγνοοῦντασ τοὺσ Κυμαίουσ ὀγκώμενοσ μάλα τραχὺ καὶ καταπληκτικόν, ἄχρι δή τισ αὐτὸν ξένοσ καὶ λέοντα ἰδὼν καὶ ὄνον πολλάκισ ἤλεγξε καὶ ἀπεδίωξε παίων τοῖσ ξύλοισ. (Lucian, Piscator, (no name) 32:1)

Synonyms

  1. to bray

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION