- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀξυδερκής?

3군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: oxyderkēs 고전 발음: [옥쉬데께:] 신약 발음: [옥쉬대]

기본형: ὀξυδερκής ὀξυδερκές

형태분석: ὀξυδερκη (어간) + ς (어미)

  1. quick-sighted

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 ὀξυδερκής

(이)가

ὀξύδερκες

(것)가

속격 ὀξυδερκούς

(이)의

ὀξυδέρκους

(것)의

여격 ὀξυδερκεί

(이)에게

ὀξυδέρκει

(것)에게

대격 ὀξυδερκή

(이)를

ὀξύδερκες

(것)를

호격 ὀξυδερκές

(이)야

ὀξύδερκες

(것)야

쌍수주/대/호 ὀξυδερκεί

(이)들이

ὀξυδέρκει

(것)들이

속/여 ὀξυδερκοίν

(이)들의

ὀξυδέρκοιν

(것)들의

복수주격 ὀξυδερκείς

(이)들이

ὀξυδέρκη

(것)들이

속격 ὀξυδερκών

(이)들의

ὀξυδέρκων

(것)들의

여격 ὀξυδερκέσι(ν)

(이)들에게

ὀξυδέρκεσι(ν)

(것)들에게

대격 ὀξυδερκείς

(이)들을

ὀξυδέρκη

(것)들을

호격 ὀξυδερκείς

(이)들아

ὀξυδέρκη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τοῦτο γὰρ ἐγὼ ἰάσομαί σοι καὶ ὀξυδερκέστατον ἐν βραχεῖ σε ^ ἀποφανῶ παρ Ὁμήρου τινὰ καὶ πρὸς τοῦτο ἐπῳδὴν λαβών, κἀπειδὰν εἴπω τὰ ἔπη, μέμνησο μηκέτι ἀμβλυώττειν, ἀλλὰ σαφῶς πάντα ὁρᾶν. (Lucian, Contemplantes, (no name) 7:2)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 7:2)

  • "ἀτὰρ οἶσθα ὅ τι δράσας ὀξυδερκὴς γενήσῃ· (Lucian, Icaromenippus, (no name) 13:12)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 13:12)

  • "τὸ γὰρ ὀξυδερκὲς αὐτὸς ἤδη γῆθεν ἥκεις ἔχων. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 14:3)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 14:3)

  • "ἢν γὰρ ἐθελήσῃς μικρὸν ἀναστὰς ἐπισχὼν τοῦ γυπὸς τὴν πτέρυγα θατέρᾳ μόνῃ πτερύξασθαι, κατὰ λόγον τῆς πτέρυγος τὸν δεξιὸν ὀφθαλμὸν ὀξυδερκὴς ἔσῃ: (Lucian, Icaromenippus, (no name) 14:13)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 14:13)

  • ἔχαιρον δ αὖ ὥσπερ ^ ἐκ ζοφεροῦ τινος ἀέρος τοῦ βίου τοῦ πρόσθεν ἐς αἰθρίαν τε καὶ μέγα φῶς ἀναβλέπων ὥστε δή, τὸ καινότατον, τοῦ ὀφθαλμοῦ μὲν καὶ τῆς περὶ αὐτὸν ἀσθενείας ἐπελανθανόμην, τὴν δὲ ψυχὴν ὀξυδερκέστερος κατὰ μικρὸν ἐγιγνόμην ἐλελήθειν γάρ τέως αὐτὴν τυφλώττουσαν περιφέρων. (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 4:4)

    (루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 4:4)

  • τοιγαροῦν ὠνητέος εἶ σοφὸς καὶ ὀξυδερκής τις ὤν. (Lucian, Vitarum auctio, (no name) 17:22)

    (루키아노스, Vitarum auctio, (no name) 17:22)

  • Ὀξυδερκὴς τότε πως καὶ ἀρτίπους γίνομαι πρὸς μόνον τὸν καιρὸν τῆς φυγῆς. (Lucian, Timon, (no name) 25:5)

    (루키아노스, Timon, (no name) 25:5)

유의어

  1. quick-sighted

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION