헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

νοσσοτροφέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: νοσσοτροφέω νοσσοτροφήσω

형태분석: νοσσοτροφέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: contr. for neossotrofe/w, Anth.

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νοσσοτρόφω

νοσσοτρόφεις

νοσσοτρόφει

쌍수 νοσσοτρόφειτον

νοσσοτρόφειτον

복수 νοσσοτρόφουμεν

νοσσοτρόφειτε

νοσσοτρόφουσιν*

접속법단수 νοσσοτρόφω

νοσσοτρόφῃς

νοσσοτρόφῃ

쌍수 νοσσοτρόφητον

νοσσοτρόφητον

복수 νοσσοτρόφωμεν

νοσσοτρόφητε

νοσσοτρόφωσιν*

기원법단수 νοσσοτρόφοιμι

νοσσοτρόφοις

νοσσοτρόφοι

쌍수 νοσσοτρόφοιτον

νοσσοτροφοίτην

복수 νοσσοτρόφοιμεν

νοσσοτρόφοιτε

νοσσοτρόφοιεν

명령법단수 νοσσοτρο͂φει

νοσσοτροφεῖτω

쌍수 νοσσοτρόφειτον

νοσσοτροφεῖτων

복수 νοσσοτρόφειτε

νοσσοτροφοῦντων, νοσσοτροφεῖτωσαν

부정사 νοσσοτρόφειν

분사 남성여성중성
νοσσοτροφων

νοσσοτροφουντος

νοσσοτροφουσα

νοσσοτροφουσης

νοσσοτροφουν

νοσσοτροφουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νοσσοτρόφουμαι

νοσσοτρόφει, νοσσοτρόφῃ

νοσσοτρόφειται

쌍수 νοσσοτρόφεισθον

νοσσοτρόφεισθον

복수 νοσσοτροφοῦμεθα

νοσσοτρόφεισθε

νοσσοτρόφουνται

접속법단수 νοσσοτρόφωμαι

νοσσοτρόφῃ

νοσσοτρόφηται

쌍수 νοσσοτρόφησθον

νοσσοτρόφησθον

복수 νοσσοτροφώμεθα

νοσσοτρόφησθε

νοσσοτρόφωνται

기원법단수 νοσσοτροφοίμην

νοσσοτρόφοιο

νοσσοτρόφοιτο

쌍수 νοσσοτρόφοισθον

νοσσοτροφοίσθην

복수 νοσσοτροφοίμεθα

νοσσοτρόφοισθε

νοσσοτρόφοιντο

명령법단수 νοσσοτρόφου

νοσσοτροφεῖσθω

쌍수 νοσσοτρόφεισθον

νοσσοτροφεῖσθων

복수 νοσσοτρόφεισθε

νοσσοτροφεῖσθων, νοσσοτροφεῖσθωσαν

부정사 νοσσοτρόφεισθαι

분사 남성여성중성
νοσσοτροφουμενος

νοσσοτροφουμενου

νοσσοτροφουμενη

νοσσοτροφουμενης

νοσσοτροφουμενον

νοσσοτροφουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νοσσοτροφήσω

νοσσοτροφήσεις

νοσσοτροφήσει

쌍수 νοσσοτροφήσετον

νοσσοτροφήσετον

복수 νοσσοτροφήσομεν

νοσσοτροφήσετε

νοσσοτροφήσουσιν*

기원법단수 νοσσοτροφήσοιμι

νοσσοτροφήσοις

νοσσοτροφήσοι

쌍수 νοσσοτροφήσοιτον

νοσσοτροφησοίτην

복수 νοσσοτροφήσοιμεν

νοσσοτροφήσοιτε

νοσσοτροφήσοιεν

부정사 νοσσοτροφήσειν

분사 남성여성중성
νοσσοτροφησων

νοσσοτροφησοντος

νοσσοτροφησουσα

νοσσοτροφησουσης

νοσσοτροφησον

νοσσοτροφησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νοσσοτροφήσομαι

νοσσοτροφήσει, νοσσοτροφήσῃ

νοσσοτροφήσεται

쌍수 νοσσοτροφήσεσθον

νοσσοτροφήσεσθον

복수 νοσσοτροφησόμεθα

νοσσοτροφήσεσθε

νοσσοτροφήσονται

기원법단수 νοσσοτροφησοίμην

νοσσοτροφήσοιο

νοσσοτροφήσοιτο

쌍수 νοσσοτροφήσοισθον

νοσσοτροφησοίσθην

복수 νοσσοτροφησοίμεθα

νοσσοτροφήσοισθε

νοσσοτροφήσοιντο

부정사 νοσσοτροφήσεσθαι

분사 남성여성중성
νοσσοτροφησομενος

νοσσοτροφησομενου

νοσσοτροφησομενη

νοσσοτροφησομενης

νοσσοτροφησομενον

νοσσοτροφησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION