Ancient Greek-English Dictionary Language

νοσηματώδης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: νοσηματώδης νοσηματώδες

Structure: νοσηματωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: from no/shma

Sense

Examples

  • ὥσπερ οὖν καὶ μοχθηρίασ ἡ μὲν κατ’ ἄνθρωπον ἁπλῶσ λέγεται μοχθηρία, ἣ δὲ κατὰ πρόσθεσιν, ὅτι θηριώδησ ἢ νοσηματώδησ, ἁπλῶσ δ’ οὔ, τὸν αὐτὸν τρόπον δῆλον ὅτι καὶ ἀκρασία ἐστὶν ἣ μὲν θηριώδησ ἣ δὲ νοσηματώδησ, ἁπλῶσ δὲ ἡ κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην ἀκολασίαν μόνη. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 7 71:2)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION