헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

νίφω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: νίφω ἔνιψα ἐνίφθην

형태분석: νίφ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 눈내리다
  2. 눈이 내리다
  1. to snow
  2. (impersonal) it snows
  3. (passive) to be snowed upon

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νίφω

(나는) 눈내린다

νίφεις

(너는) 눈내린다

νίφει

(그는) 눈내린다

쌍수 νίφετον

(너희 둘은) 눈내린다

νίφετον

(그 둘은) 눈내린다

복수 νίφομεν

(우리는) 눈내린다

νίφετε

(너희는) 눈내린다

νίφουσιν*

(그들은) 눈내린다

접속법단수 νίφω

(나는) 눈내리자

νίφῃς

(너는) 눈내리자

νίφῃ

(그는) 눈내리자

쌍수 νίφητον

(너희 둘은) 눈내리자

νίφητον

(그 둘은) 눈내리자

복수 νίφωμεν

(우리는) 눈내리자

νίφητε

(너희는) 눈내리자

νίφωσιν*

(그들은) 눈내리자

기원법단수 νίφοιμι

(나는) 눈내리기를 (바라다)

νίφοις

(너는) 눈내리기를 (바라다)

νίφοι

(그는) 눈내리기를 (바라다)

쌍수 νίφοιτον

(너희 둘은) 눈내리기를 (바라다)

νιφοίτην

(그 둘은) 눈내리기를 (바라다)

복수 νίφοιμεν

(우리는) 눈내리기를 (바라다)

νίφοιτε

(너희는) 눈내리기를 (바라다)

νίφοιεν

(그들은) 눈내리기를 (바라다)

명령법단수 νίφε

(너는) 눈내려라

νιφέτω

(그는) 눈내려라

쌍수 νίφετον

(너희 둘은) 눈내려라

νιφέτων

(그 둘은) 눈내려라

복수 νίφετε

(너희는) 눈내려라

νιφόντων, νιφέτωσαν

(그들은) 눈내려라

부정사 νίφειν

눈내리는 것

분사 남성여성중성
νιφων

νιφοντος

νιφουσα

νιφουσης

νιφον

νιφοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νίφομαι

νίφει, νίφῃ

νίφεται

쌍수 νίφεσθον

νίφεσθον

복수 νιφόμεθα

νίφεσθε

νίφονται

접속법단수 νίφωμαι

νίφῃ

νίφηται

쌍수 νίφησθον

νίφησθον

복수 νιφώμεθα

νίφησθε

νίφωνται

기원법단수 νιφοίμην

νίφοιο

νίφοιτο

쌍수 νίφοισθον

νιφοίσθην

복수 νιφοίμεθα

νίφοισθε

νίφοιντο

명령법단수 νίφου

νιφέσθω

쌍수 νίφεσθον

νιφέσθων

복수 νίφεσθε

νιφέσθων, νιφέσθωσαν

부정사 νίφεσθαι

분사 남성여성중성
νιφομενος

νιφομενου

νιφομενη

νιφομενης

νιφομενον

νιφομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓νιφον

(나는) 눈내리고 있었다

έ̓νιφες

(너는) 눈내리고 있었다

έ̓νιφεν*

(그는) 눈내리고 있었다

쌍수 ἐνίφετον

(너희 둘은) 눈내리고 있었다

ἐνιφέτην

(그 둘은) 눈내리고 있었다

복수 ἐνίφομεν

(우리는) 눈내리고 있었다

ἐνίφετε

(너희는) 눈내리고 있었다

έ̓νιφον

(그들은) 눈내리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνιφόμην

ἐνίφου

ἐνίφετο

쌍수 ἐνίφεσθον

ἐνιφέσθην

복수 ἐνιφόμεθα

ἐνίφεσθε

ἐνίφοντο

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓νιψα

(나는) 눈내렸다

έ̓νιψας

(너는) 눈내렸다

έ̓νιψεν*

(그는) 눈내렸다

쌍수 ἐνίψατον

(너희 둘은) 눈내렸다

ἐνιψάτην

(그 둘은) 눈내렸다

복수 ἐνίψαμεν

(우리는) 눈내렸다

ἐνίψατε

(너희는) 눈내렸다

έ̓νιψαν

(그들은) 눈내렸다

접속법단수 νίψω

(나는) 눈내렸자

νίψῃς

(너는) 눈내렸자

νίψῃ

(그는) 눈내렸자

쌍수 νίψητον

(너희 둘은) 눈내렸자

νίψητον

(그 둘은) 눈내렸자

복수 νίψωμεν

(우리는) 눈내렸자

νίψητε

(너희는) 눈내렸자

νίψωσιν*

(그들은) 눈내렸자

기원법단수 νίψαιμι

(나는) 눈내렸기를 (바라다)

νίψαις

(너는) 눈내렸기를 (바라다)

νίψαι

(그는) 눈내렸기를 (바라다)

쌍수 νίψαιτον

(너희 둘은) 눈내렸기를 (바라다)

νιψαίτην

(그 둘은) 눈내렸기를 (바라다)

복수 νίψαιμεν

(우리는) 눈내렸기를 (바라다)

νίψαιτε

(너희는) 눈내렸기를 (바라다)

νίψαιεν

(그들은) 눈내렸기를 (바라다)

명령법단수 νίψον

(너는) 눈내렸어라

νιψάτω

(그는) 눈내렸어라

쌍수 νίψατον

(너희 둘은) 눈내렸어라

νιψάτων

(그 둘은) 눈내렸어라

복수 νίψατε

(너희는) 눈내렸어라

νιψάντων

(그들은) 눈내렸어라

부정사 νίψαι

눈내렸는 것

분사 남성여성중성
νιψᾱς

νιψαντος

νιψᾱσα

νιψᾱσης

νιψαν

νιψαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνιψάμην

ἐνίψω

ἐνίψατο

쌍수 ἐνίψασθον

ἐνιψάσθην

복수 ἐνιψάμεθα

ἐνίψασθε

ἐνίψαντο

접속법단수 νίψωμαι

νίψῃ

νίψηται

쌍수 νίψησθον

νίψησθον

복수 νιψώμεθα

νίψησθε

νίψωνται

기원법단수 νιψαίμην

νίψαιο

νίψαιτο

쌍수 νίψαισθον

νιψαίσθην

복수 νιψαίμεθα

νίψαισθε

νίψαιντο

명령법단수 νίψαι

νιψάσθω

쌍수 νίψασθον

νιψάσθων

복수 νίψασθε

νιψάσθων

부정사 νίψεσθαι

분사 남성여성중성
νιψαμενος

νιψαμενου

νιψαμενη

νιψαμενης

νιψαμενον

νιψαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνίφθην

ἐνίφθης

ἐνίφθη

쌍수 ἐνίφθητον

ἐνιφθήτην

복수 ἐνίφθημεν

ἐνίφθητε

ἐνίφθησαν

접속법단수 νίφθω

νίφθῃς

νίφθῃ

쌍수 νίφθητον

νίφθητον

복수 νίφθωμεν

νίφθητε

νίφθωσιν*

기원법단수 νιφθείην

νιφθείης

νιφθείη

쌍수 νιφθείητον

νιφθειήτην

복수 νιφθείημεν

νιφθείητε

νιφθείησαν

명령법단수 νίφθητι

νιφθήτω

쌍수 νίφθητον

νιφθήτων

복수 νίφθητε

νιφθέντων

부정사 νιφθῆναι

분사 남성여성중성
νιφθεις

νιφθεντος

νιφθεισα

νιφθεισης

νιφθεν

νιφθεντος

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἶπεν. ἰδοὺ κύριοι, ἐκκλίνατε εἰσ τὸν οἶκον τοῦ παιδὸσ ὑμῶν καὶ καταλύσατε καὶ νίψασθε τοὺσ πόδασ ὑμῶν, καὶ ὀρθρίσαντεσ ἀπελεύσεσθε εἰσ τὴν ὁδὸν ὑμῶν. καὶ εἶπαν. οὐχί, ἀλλ̓ ἐν τῇ πλατείᾳ καταλύσομεν. (Septuagint, Liber Genesis 19:2)

    (70인역 성경, 창세기 19:2)

  • καὶ ἤνεγκεν ὕδωρ νίψαι τοὺσ πόδασ αὐτῶν καὶ ἔδωκε χορτάσματα τοῖσ ὄνοισ αὐτῶν. (Septuagint, Liber Genesis 43:23)

    (70인역 성경, 창세기 43:23)

  • καὶ ἀνέστη καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν ἐπὶ πρόσωπον καὶ εἶπεν. ἰδοὺ ἡ δούλη σου εἰσ παιδίσκην νίψαι πόδασ τῶν παίδων σου. (Septuagint, Liber I Samuelis 25:41)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 25:41)

  • καὶ εἶπε Δαυὶδ τῷ Οὐρίᾳ. κατάβηθι εἰσ τὸν οἶκόν σου καὶ νίψαι τοὺσ πόδασ σου. καὶ ἐξῆλθεν Οὐρίασ ἐξ οἴκου τοῦ βασιλέωσ, καὶ ἐξῆλθεν ὀπίσω αὐτοῦ ἄρσισ τοῦ βασιλέωσ. (Septuagint, Liber II Samuelis 11:8)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 11:8)

  • εἴ πωσ πληρῶσαι γαστέρα αὐτοῦ, ἐπαποστεῖλαι ἐπ̓ αὐτὸν θυμὸν ὀργῆσ, νίψαι ἐπ̓ αὐτὸν ὀδύνασ. (Septuagint, Liber Iob 20:23)

    (70인역 성경, 욥기 20:23)

유의어

  1. 눈내리다

  2. 눈이 내리다

  3. to be snowed upon

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION