Ancient Greek-English Dictionary Language

νηοπορέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: νηοπορέω

Structure: νηοπορέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: poetic for naupore/w

Sense

  1. to go by sea

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular νηοπόρω νηοπόρεις νηοπόρει
Dual νηοπόρειτον νηοπόρειτον
Plural νηοπόρουμεν νηοπόρειτε νηοπόρουσιν*
SubjunctiveSingular νηοπόρω νηοπόρῃς νηοπόρῃ
Dual νηοπόρητον νηοπόρητον
Plural νηοπόρωμεν νηοπόρητε νηοπόρωσιν*
OptativeSingular νηοπόροιμι νηοπόροις νηοπόροι
Dual νηοπόροιτον νηοποροίτην
Plural νηοπόροιμεν νηοπόροιτε νηοπόροιεν
ImperativeSingular νηοπο͂ρει νηοπορεῖτω
Dual νηοπόρειτον νηοπορεῖτων
Plural νηοπόρειτε νηοποροῦντων, νηοπορεῖτωσαν
Infinitive νηοπόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
νηοπορων νηοπορουντος νηοπορουσα νηοπορουσης νηοπορουν νηοπορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular νηοπόρουμαι νηοπόρει, νηοπόρῃ νηοπόρειται
Dual νηοπόρεισθον νηοπόρεισθον
Plural νηοποροῦμεθα νηοπόρεισθε νηοπόρουνται
SubjunctiveSingular νηοπόρωμαι νηοπόρῃ νηοπόρηται
Dual νηοπόρησθον νηοπόρησθον
Plural νηοπορώμεθα νηοπόρησθε νηοπόρωνται
OptativeSingular νηοποροίμην νηοπόροιο νηοπόροιτο
Dual νηοπόροισθον νηοποροίσθην
Plural νηοποροίμεθα νηοπόροισθε νηοπόροιντο
ImperativeSingular νηοπόρου νηοπορεῖσθω
Dual νηοπόρεισθον νηοπορεῖσθων
Plural νηοπόρεισθε νηοπορεῖσθων, νηοπορεῖσθωσαν
Infinitive νηοπόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
νηοπορουμενος νηοπορουμενου νηοπορουμενη νηοπορουμενης νηοπορουμενον νηοπορουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to go by sea

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION