Ancient Greek-English Dictionary Language

ναύφθορος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ναύφθορος ναύφθορον

Structure: ναυφθορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fqei/rw

Sense

  1. shipwrecked, of shipwrecked men

Examples

  • προύργου δ’ ἐσ ἀλκὴν σῶμ’ ὅπλοισ ἠσκήσατο, ὡσ βαρβάρων τρόπαια μυρίων χερὶ θήσων, ὅταν κωπῆρεσ ἐσβῶμεν σκάφοσ, πέπλουσ δ’ ἀμείψασ’ ἀντὶ ναυφθόρου στολῆσ ἐγώ νιν ἐξήσκησα, καὶ λουτροῖσ χρόα ἔδωκα, χρόνια νίπτρα ποταμίασ δρόσου. (Euripides, Helen, episode6)
  • κἀν τῷδε μόχθῳ, τοῦτ’ ἄρα σκοπούμενοι, Ἕλληνεσ ἄνδρεσ Μενέλεῳ ξυνέμποροι προσῆλθον ἀκταῖσ ναυφθόροισ ἠσθημένοι πέπλοισιν, εὐειδεῖσ μέν, αὐχμηροὶ δ’ ὁρᾶν. (Euripides, Helen, episode20)

Synonyms

  1. shipwrecked

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION