Ancient Greek-English Dictionary Language

ναρκόω

ο-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ναρκόω

Structure: ναρκό (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. I benumb.

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular νάρκω νάρκοις νάρκοι
Dual νάρκουτον νάρκουτον
Plural νάρκουμεν νάρκουτε νάρκουσιν*
SubjunctiveSingular νάρκω νάρκοις νάρκοι
Dual νάρκωτον νάρκωτον
Plural νάρκωμεν νάρκωτε νάρκωσιν*
OptativeSingular νάρκοιμι νάρκοις νάρκοι
Dual νάρκοιτον ναρκοίτην
Plural νάρκοιμεν νάρκοιτε νάρκοιεν
ImperativeSingular νᾶρκου ναρκοῦτω
Dual νάρκουτον ναρκοῦτων
Plural νάρκουτε ναρκοῦντων, ναρκοῦτωσαν
Infinitive νάρκουν
Participle MasculineFeminineNeuter
ναρκων ναρκουντος ναρκουσα ναρκουσης ναρκουν ναρκουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular νάρκουμαι νάρκοι νάρκουται
Dual νάρκουσθον νάρκουσθον
Plural ναρκοῦμεθα νάρκουσθε νάρκουνται
SubjunctiveSingular νάρκωμαι νάρκοι νάρκωται
Dual νάρκωσθον νάρκωσθον
Plural ναρκώμεθα νάρκωσθε νάρκωνται
OptativeSingular ναρκοίμην νάρκοιο νάρκοιτο
Dual νάρκοισθον ναρκοίσθην
Plural ναρκοίμεθα νάρκοισθε νάρκοιντο
ImperativeSingular νάρκου ναρκοῦσθω
Dual νάρκουσθον ναρκοῦσθων
Plural νάρκουσθε ναρκοῦσθων, ναρκοῦσθωσαν
Infinitive νάρκουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ναρκουμενος ναρκουμενου ναρκουμενη ναρκουμενης ναρκουμενον ναρκουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • Τὸ θερμὸν βλάπτει ταῦτα πλεονάκισ χρεομένοισι, σαρκῶν ἐκθήλυνσιν, νεύρων ἀκράτειαν, γνώμησ νάρκωσιν, αἱμμῤῬαγίασ, λειποθυμίασ, ταῦτα οἷσι θάνατοσ. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., AFORISMOI., 72.16)

Synonyms

  1. I benumb

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION