Ancient Greek-English Dictionary Language

μυθογραφέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: μυθογραφέω μυθογραφήσω

Structure: μυθογραφέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to write fabulous accounts

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μυθογράφω μυθογράφεις μυθογράφει
Dual μυθογράφειτον μυθογράφειτον
Plural μυθογράφουμεν μυθογράφειτε μυθογράφουσιν*
SubjunctiveSingular μυθογράφω μυθογράφῃς μυθογράφῃ
Dual μυθογράφητον μυθογράφητον
Plural μυθογράφωμεν μυθογράφητε μυθογράφωσιν*
OptativeSingular μυθογράφοιμι μυθογράφοις μυθογράφοι
Dual μυθογράφοιτον μυθογραφοίτην
Plural μυθογράφοιμεν μυθογράφοιτε μυθογράφοιεν
ImperativeSingular μυθογρᾶφει μυθογραφεῖτω
Dual μυθογράφειτον μυθογραφεῖτων
Plural μυθογράφειτε μυθογραφοῦντων, μυθογραφεῖτωσαν
Infinitive μυθογράφειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μυθογραφων μυθογραφουντος μυθογραφουσα μυθογραφουσης μυθογραφουν μυθογραφουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μυθογράφουμαι μυθογράφει, μυθογράφῃ μυθογράφειται
Dual μυθογράφεισθον μυθογράφεισθον
Plural μυθογραφοῦμεθα μυθογράφεισθε μυθογράφουνται
SubjunctiveSingular μυθογράφωμαι μυθογράφῃ μυθογράφηται
Dual μυθογράφησθον μυθογράφησθον
Plural μυθογραφώμεθα μυθογράφησθε μυθογράφωνται
OptativeSingular μυθογραφοίμην μυθογράφοιο μυθογράφοιτο
Dual μυθογράφοισθον μυθογραφοίσθην
Plural μυθογραφοίμεθα μυθογράφοισθε μυθογράφοιντο
ImperativeSingular μυθογράφου μυθογραφεῖσθω
Dual μυθογράφεισθον μυθογραφεῖσθων
Plural μυθογράφεισθε μυθογραφεῖσθων, μυθογραφεῖσθωσαν
Infinitive μυθογράφεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μυθογραφουμενος μυθογραφουμενου μυθογραφουμενη μυθογραφουμενης μυθογραφουμενον μυθογραφουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μυθογραφήσω μυθογραφήσεις μυθογραφήσει
Dual μυθογραφήσετον μυθογραφήσετον
Plural μυθογραφήσομεν μυθογραφήσετε μυθογραφήσουσιν*
OptativeSingular μυθογραφήσοιμι μυθογραφήσοις μυθογραφήσοι
Dual μυθογραφήσοιτον μυθογραφησοίτην
Plural μυθογραφήσοιμεν μυθογραφήσοιτε μυθογραφήσοιεν
Infinitive μυθογραφήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μυθογραφησων μυθογραφησοντος μυθογραφησουσα μυθογραφησουσης μυθογραφησον μυθογραφησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μυθογραφήσομαι μυθογραφήσει, μυθογραφήσῃ μυθογραφήσεται
Dual μυθογραφήσεσθον μυθογραφήσεσθον
Plural μυθογραφησόμεθα μυθογραφήσεσθε μυθογραφήσονται
OptativeSingular μυθογραφησοίμην μυθογραφήσοιο μυθογραφήσοιτο
Dual μυθογραφήσοισθον μυθογραφησοίσθην
Plural μυθογραφησοίμεθα μυθογραφήσοισθε μυθογραφήσοιντο
Infinitive μυθογραφήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μυθογραφησομενος μυθογραφησομενου μυθογραφησομενη μυθογραφησομενης μυθογραφησομενον μυθογραφησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION