Ancient Greek-English Dictionary Language

μουνογενής

Third declension Adjective; 이형 Transliteration:

Principal Part: μουνογενής μουνογενές

Structure: μουνογενη (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. Alternative form of μονογενής ‎(monogenḗs)

Examples

  • μουνογενὴσ δὲ πάισ εἰή πατρώιον οἶκον φερβέμεν ὣσ γὰρ πλοῦτοσ ἀέξεται ἐν μεγάροισιν. (Hesiod, Works and Days, Book WD 44:1)
  • οὐδ’, ὅτι μουνογενήσ, ἧσσον θεὰ ἔμμορε τιμῆσ, ἀλλ’ ἔτι καὶ πολὺ μᾶλλον, ἐπεὶ Ζεὺσ τίεται αὐτήν. (Hesiod, Theogony, Book Th. 42:11)
  • οὕτω τοι καὶ μουνογενὴσ ἐκ μητρὸσ ἐοῦσα πᾶσι μετ’ ἀθανάτοισι τετίμηται γεράεσσιν. (Hesiod, Theogony, Book Th. 42:21)
  • εἰσ τὴν Ῥεβέκκαν Νυμφίε μουνογενέσ, νύμφη ἐθνική σε φιλοῦσα κάτθορεν ἐξ ὕψουσ σώματοσ οὐ καθαροῦ. (Unknown, Greek Anthology, book 1, chapter 691)

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION