- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μορμώ?

명사; 로마알파벳 전사: mormō 고전 발음: [모:] 신약 발음: []

기본형: μορμώ

  1. a hideous she-monster, a bugbear
  2. boh!, a fig

예문

  • ἐμοὶ γοῦν πολλάκις αἰδεῖσθαι ὑπὲρ αὐτῶν ἔπεισιν, ὁπόταν Οὐρανοῦ τομὴν καὶ Προμηθέως δεσμὰ διηγῶνται καὶ Γιγάντων ἐπανάστασιν καὶ τὴν ἐν Αἳδου πᾶσαν τραγῳδίαν, καὶ ὡς δι ἔρωτα ὁ Ζεὺς ταῦρος ἢ κύκνος ἐγένετο καὶ ὡς ἐκ γυναικός τις εἰς ὄρνεον ἢ εἰς ἄρκτον μετέπεσεν, ἔτι δὲ Πηγάσους καὶ Χιμαίρας καὶ Γοργόνας καὶ Κύκλωπας καὶ ὅσα τοιαῦτα, πάνυ ἀλλόκοτα καὶ τεράστια μυθίδια παίδων ψυχὰς κηλεῖν δυνάμενα ἔτι τὴν Μορμὼ καὶ τὴν Λάμιαν δεδιότων. (Lucian, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 2:8)

    (루키아노스, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 2:8)

  • μορμὼ τοῦ θράσους. (Aristotle, Lyric-Scene, iambics2)

    (아리스토텔레스, Lyric-Scene, iambics2)

  • μορμώ, δάκνει ἵππος. (Theocritus, Idylls, 53)

    (테오크리토스, Idylls, 53)

  • καθάπερ οἶμαι τῶν παιδαρίων ἕκαστον ἰδιότροπόν τινα μορμὼ δέδοικε καὶ ταύτην συνείθισται φοβεῖσθαι ῾τὰ μὲν γὰρ φύσει δειλὰ πᾶν ὅ,τι ἂν δείξῃ τις ὡς φοβερὸν βοᾆ πλὴν ἐπί γε τούτων τῶν μειζόνων ἤδη τινά ἐστι πρός τινας. (Dio, Chrysostom, Orationes, 34:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 34:1)

유의어

  1. boh!

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION