헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μονοτροφέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μονοτροφέω μονοτροφήσω

형태분석: μονοτροφέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: tre/fw

  1. to eat but one kind of food

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μονοτρόφω

μονοτρόφεις

μονοτρόφει

쌍수 μονοτρόφειτον

μονοτρόφειτον

복수 μονοτρόφουμεν

μονοτρόφειτε

μονοτρόφουσιν*

접속법단수 μονοτρόφω

μονοτρόφῃς

μονοτρόφῃ

쌍수 μονοτρόφητον

μονοτρόφητον

복수 μονοτρόφωμεν

μονοτρόφητε

μονοτρόφωσιν*

기원법단수 μονοτρόφοιμι

μονοτρόφοις

μονοτρόφοι

쌍수 μονοτρόφοιτον

μονοτροφοίτην

복수 μονοτρόφοιμεν

μονοτρόφοιτε

μονοτρόφοιεν

명령법단수 μονοτρο͂φει

μονοτροφεῖτω

쌍수 μονοτρόφειτον

μονοτροφεῖτων

복수 μονοτρόφειτε

μονοτροφοῦντων, μονοτροφεῖτωσαν

부정사 μονοτρόφειν

분사 남성여성중성
μονοτροφων

μονοτροφουντος

μονοτροφουσα

μονοτροφουσης

μονοτροφουν

μονοτροφουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μονοτρόφουμαι

μονοτρόφει, μονοτρόφῃ

μονοτρόφειται

쌍수 μονοτρόφεισθον

μονοτρόφεισθον

복수 μονοτροφοῦμεθα

μονοτρόφεισθε

μονοτρόφουνται

접속법단수 μονοτρόφωμαι

μονοτρόφῃ

μονοτρόφηται

쌍수 μονοτρόφησθον

μονοτρόφησθον

복수 μονοτροφώμεθα

μονοτρόφησθε

μονοτρόφωνται

기원법단수 μονοτροφοίμην

μονοτρόφοιο

μονοτρόφοιτο

쌍수 μονοτρόφοισθον

μονοτροφοίσθην

복수 μονοτροφοίμεθα

μονοτρόφοισθε

μονοτρόφοιντο

명령법단수 μονοτρόφου

μονοτροφεῖσθω

쌍수 μονοτρόφεισθον

μονοτροφεῖσθων

복수 μονοτρόφεισθε

μονοτροφεῖσθων, μονοτροφεῖσθωσαν

부정사 μονοτρόφεισθαι

분사 남성여성중성
μονοτροφουμενος

μονοτροφουμενου

μονοτροφουμενη

μονοτροφουμενης

μονοτροφουμενον

μονοτροφουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μονοτροφήσω

μονοτροφήσεις

μονοτροφήσει

쌍수 μονοτροφήσετον

μονοτροφήσετον

복수 μονοτροφήσομεν

μονοτροφήσετε

μονοτροφήσουσιν*

기원법단수 μονοτροφήσοιμι

μονοτροφήσοις

μονοτροφήσοι

쌍수 μονοτροφήσοιτον

μονοτροφησοίτην

복수 μονοτροφήσοιμεν

μονοτροφήσοιτε

μονοτροφήσοιεν

부정사 μονοτροφήσειν

분사 남성여성중성
μονοτροφησων

μονοτροφησοντος

μονοτροφησουσα

μονοτροφησουσης

μονοτροφησον

μονοτροφησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μονοτροφήσομαι

μονοτροφήσει, μονοτροφήσῃ

μονοτροφήσεται

쌍수 μονοτροφήσεσθον

μονοτροφήσεσθον

복수 μονοτροφησόμεθα

μονοτροφήσεσθε

μονοτροφήσονται

기원법단수 μονοτροφησοίμην

μονοτροφήσοιο

μονοτροφήσοιτο

쌍수 μονοτροφήσοισθον

μονοτροφησοίσθην

복수 μονοτροφησοίμεθα

μονοτροφήσοισθε

μονοτροφήσοιντο

부정사 μονοτροφήσεσθαι

분사 남성여성중성
μονοτροφησομενος

μονοτροφησομενου

μονοτροφησομενη

μονοτροφησομενης

μονοτροφησομενον

μονοτροφησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to eat but one kind of food

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION