Ancient Greek-English Dictionary Language

μονοπραγματέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: μονοπραγματέω μονοπραγματήσω

Structure: μονοπραγματέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to be engaged in one thing

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μονοπραγμάτω μονοπραγμάτεις μονοπραγμάτει
Dual μονοπραγμάτειτον μονοπραγμάτειτον
Plural μονοπραγμάτουμεν μονοπραγμάτειτε μονοπραγμάτουσιν*
SubjunctiveSingular μονοπραγμάτω μονοπραγμάτῃς μονοπραγμάτῃ
Dual μονοπραγμάτητον μονοπραγμάτητον
Plural μονοπραγμάτωμεν μονοπραγμάτητε μονοπραγμάτωσιν*
OptativeSingular μονοπραγμάτοιμι μονοπραγμάτοις μονοπραγμάτοι
Dual μονοπραγμάτοιτον μονοπραγματοίτην
Plural μονοπραγμάτοιμεν μονοπραγμάτοιτε μονοπραγμάτοιεν
ImperativeSingular μονοπραγμᾶτει μονοπραγματεῖτω
Dual μονοπραγμάτειτον μονοπραγματεῖτων
Plural μονοπραγμάτειτε μονοπραγματοῦντων, μονοπραγματεῖτωσαν
Infinitive μονοπραγμάτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μονοπραγματων μονοπραγματουντος μονοπραγματουσα μονοπραγματουσης μονοπραγματουν μονοπραγματουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μονοπραγμάτουμαι μονοπραγμάτει, μονοπραγμάτῃ μονοπραγμάτειται
Dual μονοπραγμάτεισθον μονοπραγμάτεισθον
Plural μονοπραγματοῦμεθα μονοπραγμάτεισθε μονοπραγμάτουνται
SubjunctiveSingular μονοπραγμάτωμαι μονοπραγμάτῃ μονοπραγμάτηται
Dual μονοπραγμάτησθον μονοπραγμάτησθον
Plural μονοπραγματώμεθα μονοπραγμάτησθε μονοπραγμάτωνται
OptativeSingular μονοπραγματοίμην μονοπραγμάτοιο μονοπραγμάτοιτο
Dual μονοπραγμάτοισθον μονοπραγματοίσθην
Plural μονοπραγματοίμεθα μονοπραγμάτοισθε μονοπραγμάτοιντο
ImperativeSingular μονοπραγμάτου μονοπραγματεῖσθω
Dual μονοπραγμάτεισθον μονοπραγματεῖσθων
Plural μονοπραγμάτεισθε μονοπραγματεῖσθων, μονοπραγματεῖσθωσαν
Infinitive μονοπραγμάτεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μονοπραγματουμενος μονοπραγματουμενου μονοπραγματουμενη μονοπραγματουμενης μονοπραγματουμενον μονοπραγματουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μονοπραγματήσω μονοπραγματήσεις μονοπραγματήσει
Dual μονοπραγματήσετον μονοπραγματήσετον
Plural μονοπραγματήσομεν μονοπραγματήσετε μονοπραγματήσουσιν*
OptativeSingular μονοπραγματήσοιμι μονοπραγματήσοις μονοπραγματήσοι
Dual μονοπραγματήσοιτον μονοπραγματησοίτην
Plural μονοπραγματήσοιμεν μονοπραγματήσοιτε μονοπραγματήσοιεν
Infinitive μονοπραγματήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μονοπραγματησων μονοπραγματησοντος μονοπραγματησουσα μονοπραγματησουσης μονοπραγματησον μονοπραγματησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μονοπραγματήσομαι μονοπραγματήσει, μονοπραγματήσῃ μονοπραγματήσεται
Dual μονοπραγματήσεσθον μονοπραγματήσεσθον
Plural μονοπραγματησόμεθα μονοπραγματήσεσθε μονοπραγματήσονται
OptativeSingular μονοπραγματησοίμην μονοπραγματήσοιο μονοπραγματήσοιτο
Dual μονοπραγματήσοισθον μονοπραγματησοίσθην
Plural μονοπραγματησοίμεθα μονοπραγματήσοισθε μονοπραγματήσοιντο
Infinitive μονοπραγματήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μονοπραγματησομενος μονοπραγματησομενου μονοπραγματησομενη μονοπραγματησομενης μονοπραγματησομενον μονοπραγματησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to be engaged in one thing

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION