헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μοναρχέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μοναρχέω

형태분석: μοναρχέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: mo/narxos

  1. to be sovereign, monarch's

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μονάρχω

μονάρχεις

μονάρχει

쌍수 μονάρχειτον

μονάρχειτον

복수 μονάρχουμεν

μονάρχειτε

μονάρχουσιν*

접속법단수 μονάρχω

μονάρχῃς

μονάρχῃ

쌍수 μονάρχητον

μονάρχητον

복수 μονάρχωμεν

μονάρχητε

μονάρχωσιν*

기원법단수 μονάρχοιμι

μονάρχοις

μονάρχοι

쌍수 μονάρχοιτον

μοναρχοίτην

복수 μονάρχοιμεν

μονάρχοιτε

μονάρχοιεν

명령법단수 μονᾶρχει

μοναρχεῖτω

쌍수 μονάρχειτον

μοναρχεῖτων

복수 μονάρχειτε

μοναρχοῦντων, μοναρχεῖτωσαν

부정사 μονάρχειν

분사 남성여성중성
μοναρχων

μοναρχουντος

μοναρχουσα

μοναρχουσης

μοναρχουν

μοναρχουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μονάρχουμαι

μονάρχει, μονάρχῃ

μονάρχειται

쌍수 μονάρχεισθον

μονάρχεισθον

복수 μοναρχοῦμεθα

μονάρχεισθε

μονάρχουνται

접속법단수 μονάρχωμαι

μονάρχῃ

μονάρχηται

쌍수 μονάρχησθον

μονάρχησθον

복수 μοναρχώμεθα

μονάρχησθε

μονάρχωνται

기원법단수 μοναρχοίμην

μονάρχοιο

μονάρχοιτο

쌍수 μονάρχοισθον

μοναρχοίσθην

복수 μοναρχοίμεθα

μονάρχοισθε

μονάρχοιντο

명령법단수 μονάρχου

μοναρχεῖσθω

쌍수 μονάρχεισθον

μοναρχεῖσθων

복수 μονάρχεισθε

μοναρχεῖσθων, μοναρχεῖσθωσαν

부정사 μονάρχεισθαι

분사 남성여성중성
μοναρχουμενος

μοναρχουμενου

μοναρχουμενη

μοναρχουμενης

μοναρχουμενον

μοναρχουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ‐ ποῦ δὲ γυμνήτων μόναρχοι τοξοφόροι τε Φρυγῶν; (Euripides, Rhesus, choral, strophe 16)

    (에우리피데스, Rhesus, choral, strophe 16)

  • "παραδεδεγμένοι δ’ εἰσὶ πάντεσ οἱ κατὰ τὴν Κύπρον μόναρχοι τὸ τῶν εὐγενῶν κολάκων γένοσ ὡσ χρήσιμον πάνυ γὰρ τὸ κτῆμα τυραννικόν ἐστι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 67 2:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 67 2:4)

  • ἐπεὶ καὶ νῦν ὀφθαλμοὺσ πολλοὺσ οἱ μόναρχοι ποιοῦσιν αὑτῶν καὶ ὦτα καὶ χεῖρασ καὶ πόδασ· (Aristotle, Politics, Book 3 297:2)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 3 297:2)

  • πρὸσ τὴν βασιλείαν, διὰ τὸ κατὰ νόμον εἶναι ἀμφοτέρασ ταύτασ τὰσ ἀρχάσ ἔν τε γὰρ τῶν βαρβάρων τισὶν αἱροῦνται αὐτοκράτορασ μονάρχουσ, καὶ τὸ παλαιὸν ἐν τοῖσ ἀρχαίοισ Ἕλλησιν ἐγίγνοντό τινεσ μόναρχοι τὸν τρόπον τοῦτον, οὓσ ἐκάλουν αἰσυμνήτασ, ἔχουσι δέ τινασ πρὸσ ἀλλήλασ αὗται διαφοράσ, ἦσαν δὲ διὰ μὲν τὸ κατὰ νόμον βασιλικαὶ καὶ διὰ τὸ μοναρχεῖν ἑκόντων, τυραννικαὶ δὲ διὰ τὸ δεσποτικῶσ ἄρχειν καὶ κατὰ τὴν αὑτῶν γνώμην· (Aristotle, Politics, Book 4 151:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 4 151:1)

  • πρὸ μὲν γὰρ τῆσ αἰχμαλωσίασ καὶ τῆσ ἀναστάσεωσ ἐβασιλεύοντο ἀπὸ Σαούλου πρῶτον ἀρξάμενοι καὶ Δαυίδου ἐπὶ ἔτη πεντακόσια τριακονταδύο μῆνασ ἓξ ἡμέρασ δέκα, πρὸ δὲ τῶν βασιλέων τούτων ἄρχοντεσ αὐτοὺσ διεῖπον οἱ προσαγορευόμενοι κριταὶ καὶ μόναρχοι, καὶ τοῦτον πολιτευόμενοι τὸν τρόπον ἔτεσιν πλέον ἢ πεντακοσίοισ διήγαγον μετὰ Μωυσῆν ἀποθανόντα καὶ Ιἠσοῦν τὸν στρατηγόν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 11 139:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 11 139:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION