고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: μισθαρνητικός μισθαρνητική μισθαρνητικόν
Structure: μισθαρνητικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | μισθαρνητικός | μισθαρνητική | μισθαρνητικόν |
Genitive | μισθαρνητικοῦ | μισθαρνητικῆς | μισθαρνητικοῦ | |
Dative | μισθαρνητικῷ | μισθαρνητικῇ | μισθαρνητικῷ | |
Accusative | μισθαρνητικόν | μισθαρνητικήν | μισθαρνητικόν | |
Vocative | μισθαρνητικέ | μισθαρνητική | μισθαρνητικόν | |
Dual | N/A/V | μισθαρνητικώ | μισθαρνητικᾱ́ | μισθαρνητικώ |
G/D | μισθαρνητικοῖν | μισθαρνητικαῖν | μισθαρνητικοῖν | |
Plural | Nominative | μισθαρνητικοί | μισθαρνητικαί | μισθαρνητικά |
Genitive | μισθαρνητικῶν | μισθαρνητικῶν | μισθαρνητικῶν | |
Dative | μισθαρνητικοῖς | μισθαρνητικαῖς | μισθαρνητικοῖς | |
Accusative | μισθαρνητικούς | μισθαρνητικᾱ́ς | μισθαρνητικά | |
Vocative | μισθαρνητικοί | μισθαρνητικαί | μισθαρνητικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | μισθαρνητικός μισθαρνητικοῦ | μισθαρνητικότερος μισθαρνητικοτεροῦ | μισθαρνητικότατος μισθαρνητικοτατοῦ |
Adverb | μισθαρνητικώς | μισθαρνητικότερον | μισθαρνητικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기